Προσκυνητής

  >  Uncategorized   >  Τι νόημα έχει μια ζωή που τελειώνει με θάνατο;

Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι πιο σίγουρο στη ζωή μας από το ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Δεν κρατάμε τίποτε πιο σταθερά στα χεριά μας όσο τον θάνατό μας.

Για τίποτε άλλο δεν είμαστε τόσο βέβαιοι, όσο για το ότι θα πεθάνουμε. Και για τίποτε άλλο δεν είμαστε τόσο αβέβαιοι, όσο για την ώρα που θα έλθει. Και ξέρουμε όλοι μας ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη ώρα.

Τι είναι ο θάνατος; Είναι η άρνηση της ζωής. Όταν ο Θεός είπε στον πρώτο άνθρωπο ότι τη μέρα που θα δοκιμάσει από τον καρπό αυτού του δέντρου θα πεθάνει, δεν τον απειλούσε.

Του φανέρωνε τα σύνορα της ζωής. Του έλεγε απλά ότι δεν υπάρχει ζωή έξω από τον Θεό́. Όπως λέμε σε ένα παιδάκι: «Παιδί μου, μη δοκιμάσεις να βγεις έξω από την ταράτσα, γιατί θα πέσεις και θα σκοτωθείς».

Δεν το απειλούμε, απλά του φανερώνουμε τη φύση των πραγμάτων, τη δύναμη της βαρύτητας. Έτσι ακριβώς και με τον Αδάμ. Ποιο ήταν το νόημα της εντολής; Ο άνθρωπος πλάστηκε ελεύθερος. Έπρεπε, λοιπόν, ελεύθερα να αποφασίσει αν θα ακολουθούσε τη ζωή της αυτονομίας ή τη ζωή της κοινωνίας. Ο άνθρωπος τι έκανε; Ακολούθησε την οδό της αυτονομίας. Προσέξτε κάτι. Γιατί έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο; Για να ζήσει. Για να θεωθεί.

Τι του υπόσχεται ο διάβολος; Να θεωθεί! Δεν του υποσχέθηκε άλλο προορισμό αλλά διαφορετικό δρόμο, τον δρόμο της αυτονομίας. Εκείνος ακολούθησε αυτόν τον δρόμο με αποτέλεσμα την πτώση. Η πτώση δεν είναι μια ηθική πτώση επειδή παραβίασε μια εντολή. Έχει οντολογικές συνέπειες. Η πτώση είναι είσοδος στη χώρα του πόνου, της φθοράς, της αρρώστιας, του θανάτου τελικά. Εκεί μπαίνει ο άνθρωπος. Γιατί; Διότι ουσιαστικά αυτονομείται απ’ τη ζωή και την πηγή της ζωής.

Ο Θεός σέβεται απόλυτα την ελευθερία του πλάσματός Του. Γι’ αυτό κι όταν μπαίνει στη ζωή του ανθρώπου, μπαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο: με το να ανακαινίζει την ανθρώπινη φύση αλλά να αφήνει την πρωτοβουλία στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.

Με την Ενανθρώπηση του Χριστού, μας χαρίστηκε μια άλλη φύση, η θεανθρώπινη, που όταν την κάνουμε δική μας, με τη συμμετοχή μας στη ζωή του Χριστού, έχουμε τη δυνατότητα να υπερβούμε τη θνητότητα και τη φθαρτότητα.

Πριν την έλευση του Κυρίου και να θέλαμε να σωθούμε, δεν μπορούσαμε. Τώρα μπορούμε. Ο φυσικός θάνατος, όπως μας λέει ο λόγος του Θεού, δεν δόθηκε στον άνθρωπο ως τιμωρία αλλά ως ευλογία. Ο Θεός επέτρεψε τη διάλυση του φθαρτού «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ποιο θα ήταν το κακό που θα παρέμενε αθάνατο; Η παράλογη ζεύξη ενός θνητού κι ενός αθάνατου.=

Θέλετε να το δείτε αυτό στην πράξη; Σκεφθείτε έναν άνθρωπο άρρωστο, να υποφέρει, να πονάει, να λιώνει, αλλά να μην πεθαίνει. Θα υπήρχε χειρότερη κόλαση γι’ αυτόν; Αλλά και για τους δικούς του ακόμα. Σκεφθείτε έναν υγιή ακόμα, που γερνάει, γερνάει, γερνάει -αυτό σημαίνει φθορά- αλλά δεν πεθαίνει. Θα έφθανε στο σημείο να μην μπορεί να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του. Γιατί δεν μπορεί να συνυπάρχει η φθορά με την αφθαρσία.

Ο άνθρωπος έχει θνητό σώμα, αλλά αθάνατη ψυχή. Η ψυχή του ανθρώπου είναι άφθαρτη, ακριβώς γιατί είναι η πνοή του Θεού, γιατί χάρη στη δύναμη της Ανάστασης του Χριστού είναι έξω από τον θάνατο. Ο θάνατος συνεχίζει να υπάρχει και μετά την Ανάσταση, ώστε το φθαρτό που κουβαλάμε να ντυθεί την αφθαρσία.

Δεν ξέρω αν θυμάστε ένα τροπάριο της Μ. Παρασκευής: «Διά θανάτου τό θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις, ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα» (β ́ τροπάριο Ε ́ Ωδής, όρθρος Μ. Σαββάτου). Ποιο είναι το πρόσλημμα; Η ανθρώπινη φύση μας. Τι το κάνει; Tο απαθανατίζει. Πώς; Με τον θάνατο νικά το θνητό. Διότι κατεβαίνει ο ίδιος ο Θεός στον θάνατο. Γιατί κατεβαίνει στον θάνατο; O θάνατος είναι ο χώρος του δικού μας παράλογου. Αν ο θάνατος είναι το τέρμα της ζωής μας, τότε ξέρετε τι είναι η ζωή;

Είναι ένας χώρος όπου το άσκοπο και το ανόητο συναγωνίζονται καθημερινά. Δηλαδή το χωρίς νόημα. Και τον αγώνα ποιος τον κερδίζει; Tο τραγικό! Ακριβώς, λοιπόν, σ’ αυτή την αλογία ο Χριστός κατεβαίνει. Πώς κατεβαίνει όμως; Όχι μόνο ως Θεός. Αλλά ως άνθρωπος. Μπαίνει στον χώρο του δικού μας θανάτου. Και εκεί έρχεται να συγκρουστεί ουσιαστικά με τον θάνατο.

Μέχρι την εποχή του Χριστού, όσες φορές ο θάνατος και ο άνθρωπος συγκρούστηκαν, νίκησε ο θάνατος. Θυμάστε το ποίημα του Διγενή Ακρίτα; Ο Διγενής είναι ο δυνατός. Έχει παλέψει και έχει νικήσει τους πάντες. Μέχρι την ώρα που θα παλέψει με τον θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Τότε για μια ακόμη φορά ο θάνατος θα νικήσει. Για πρώτη φορά ο Διγενής θα νικηθεί. Τι εκφράζει ουσιαστικά αυτό το ποίημα; Ότι ουσιαστικά, όσο δυνατός κι αν είναι ο άνθρωπος, ο θάνατος είναι πιο δυνατός από τον άνθρωπο.

Όλα αυτά όμως, μέχρι την εποχή του Χριστού. Ο Χριστός, όπως και ο Διγενής, θα κατεβεί στον θάνατο. Και μάλιστα, είναι πολύ όμορφα τα τροπάρια του Μ. Σαββάτου το πρωί, που «ζωγραφίζουν» αυτό το γεγονός μέσα από ύμνους.

«Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ», λέει. Ο Άδης στενάζει, υποφέρει. «Με συνέφερε να μη δεχθώ στα σπλάγχνα μου τον γιο της Μαρίας. Άδειασε τους τάφους ο καρφωμένος πάνω στον σταυρό. Εγώ τον δέχθηκα σαν έναν απ’ τους νεκρούς κι Αυτός μου κατάργησε τη δύναμη». Έτσι, λοιπόν, ο Χριστός κατεβαίνει στον θάνατο για δικό μας λογαριασμό. Για να συγκρουστεί με τον δικό μας θάνατο. Και τελικά με την Ανάστασή Του καταργεί και τον θάνατο και τον «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου». Και έτσι πλέον, όπως λέει ο υμνωδός, ο Άδης βλέπει ότι Αυτόν που δέχθηκε στα σπλάγχνα του σαν κάποιον απ’ τους νεκρούς μπήκε μέσα σαν μια βόμβα, θα λέγαμε, που τίναξε στον αέρα τον θάνατο και το κράτος του θανάτου.

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η δική μας νίκη απέναντι στον θάνατο. Και μάλιστα δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει κάτι. Πολλοί άνθρωποι που συνήθως δεν πάνε τον υπόλοιπο χρόνο στην εκκλησία, το βράδυ του Μ. Σαββάτου, με μια λαμπάδα στο χέρι, τρέχουν στα προαύλια των εκκλησιών. Επειδή είμαι λίγο πειραχτήρι, μερικές φορές κάποιους τους πειράζω. Θυμάμαι λοιπόν, κάποιον που κουβεντιάζαμε και μου λέει ότι «εγώ δεν πιστεύω στον Θεό» κ.λπ. Βέβαια εγώ του λέω:

«Είναι πρόβλημά σου. Ο Θεός δεν ήρθε για να φτιάξει οπαδούς. Αν εσύ Τον επιλέγεις ή όχι, είναι δική σου ελευθερία. Και δική σου ευθύνη. Όχι πρόβλημα δικό μου».

Βλέπω λοιπόν, ανοίγοντας την πόρτα του κελλιού μου να πάω στην εκκλησία, στις 11 το βράδυ, αυτόν τον άνθρωπο με την οικογένειά του, με τα καλά τους ρούχα, με τις λαμπάδες στο χέρι. Οπότε -σημειώστε ότι τον γνωρίζω από παιδί- μου λέει:

«Πάτερ, καλή Ανάσταση, χρόνια πολλά!».

Του λέω χαμογελώντας:

«Ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά έχω μια απορία. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ απόψε;».

Εκείνος τα έχασε λίγο. Λέω:

«Εδώ απόψε οι χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού. Εσύ γιατί ήλθες;».

Τα’ χασε λιγάκι. Μου λέει:

«Για το έθιμο…». Λέω:

«Γιατί δεν έρχεσαι και τα Χριστούγεννα;». Τον χτύπησα στην πλάτη χαμογελώντας και του λέω:

«Δεν ήλθες! Σε έφερε!».

Ποιος τον έφερε, αυτόν και πολλούς άλλους; Η κραυγή της ανθρώπινής μας ύπαρξης, που συνειδητοποιεί από τα βάθη της ότι εκείνη τη νύχτα δόθηκε και κερδήθηκε η μεγαλύτερη μάχη των αιώνων.

Η μάχη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Ο άνθρωπος θέλει να ζήσει. Ζητάει τη ζωή και γι’ αυτό έλκεται, σπρώχνεται από μια ακατανίκητη δύναμη, γιατί ξέρει ότι αυτό που θα ακουστεί σε λίγη ώρα -το «Χριστός Ἀνέστη»- τον αφορά άμεσα και προσωπικά. Όχι στην επιφάνεια της ζωής του, αλλά στο βάθος και στη ρίζα. Και γι’ αυτό ο άνθρωπος ασυνείδητα, σπρωγμένος από μια μυστική εσωτερική δύναμη -που ίσως δεν την καταλαβαίνει κιόλας- πολλές φορές πηγαίνει στην Εκκλησία, να σταθεί έστω απέξω, έστω για λίγο…

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μοναδική αναίρεση του θανάτου. Δεν θα είχε όμως, καμιά σημασία αυτή η Ανάσταση αν ο Χριστός δεν ήταν τέλειος άνθρωπος. Γι’ αυτό το «Χριστός Ἀνέστη», σημαίνει ότι ο άνθρωπος αναστήθηκε, νίκησε τον θάνατο. Από τότε υπάρχει η χώρα των ζώντων. Είναι το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, στην οποία «θάνατος οὐκέτι κυριεύει».

Ο Χριστός δεν μας έφερε μια ιδεολογία ή μια θρησκεία. Οι θρησκείες είναι όλες ανθρώπινα κατασκευάσματα. Πολύ σημαντικά όμως, γιατί δείχνουν ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να ζήσει χωρίς τον Θεό. Γιατί; Γιατί ο Θεός είναι δομικό στοιχείο του ανθρώπου. Η σάρκωση του Θεού αυτό φανερώνει. Τι σημαίνει δομικό στοιχείο;

Κάθε κτίριο έχει μια ορισμένη δομή. Αν κάποιο στοιχείο της δομής του αλλοιωθεί, θα πέσει. Έτσι, λοιπόν, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δεν είναι ποτέ, μα ποτέ θρησκευτικό πρόβλημα. Είναι καθαρά ανθρωπολογικό πρόβλημα. Είναι πρόβλημα υγείας και σωτηρίας του ανθρώπου.

Ξέρετε τι θα πει το ρήμα «σώζομαι»; Γίνομαι σώος, γίνομαι ακέραιος. Αυτή είναι η ερμηνεία του. Κι είναι πάρα πολύ σημαντικό μερικές φορές να βλέπουμε την ουσία των λέξεων. Πώς μας σώζει ο Θεός; Δεν μας σώζει από κάτι. Είναι ο ίδιος ο Σωτήρας μας. Γιατί; Γιατί καθώς κοινωνεί με τη δική μας φύση την ξανακάνει οντολογικά ακέραια. Διότι όταν ο άνθρωπος δεν είναι οντολογικά ακέραιος, τότε ζει την τραγικότητα που ζούμε σήμερα.

Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που είναι ανίκανοι να αγαπήσουν, να χαρούν, να αληθεύουν, να είναι δίκαιοι. Όλοι μας αναγνωρίζουμε την αξία των αρετών. Γιατί δεν τις κάνουμε πραγματικότητα; Διότι πολλές φορές είμαστε οντολογικά ανάπηροι να κάνουμε το καλό, είμαστε εγωκεντρικοί. Τι είναι ο εγωισμός; Είναι ο καρκίνος της ψυχής. Ο ανώμαλος πολλαπλασιασμός του «εγώ» μας, της αγάπης στον εαυτό μας, που τελικά μας πνίγει, μας απομονώνει από τους άλλους, μας κάνει να βλέπουμε στα πρόσωπα των άλλων τον εχθρό μας και την κόλασή μας.

Ουσιαστικά πολλές φορές μέσα στη ζωή μας κουβαλάμε τον θάνατο. Έχουμε επιλέξει τον θάνατο σαν τρόπο ζωής. Ο Χριστός είπε: «Μη φοβάστε αυτούς που μπορούν να σας σκοτώσουν το σώμα, αλλά αυτούς που μπορεί να καταστρέψουν και να σκοτώσουν την ψυχή σας» (Ματθ. 10,28). Και ουσιαστικά, σε πολλές περιπτώσεις αυτό που συναντάμε γύρω μας είναι η δυσωδία μιας πεθαμένης ψυχής.

Επιτρέψτε μου ένα συγκεκριμένο περιστατικό: Ήλθε κάποτε ένας άνθρωπος να μιλήσουμε. Είχε πολλά άσχημα πράγματα στη ζωή του. Όταν τελείωσε όλα αυτά, του έκανα ένα πολύ αφελές ερώτημα, που τον έκανε να αντιδράσει και λίγο επιθετικά.

Του λέω: «Πάτε καθόλου εκκλησία;».

Μου απάντησε: «Θέλετε να σας πω την αλήθεια; Δεν αισθάνομαι καν την ανάγκη να πάω».

Του λέω: «Το κατάλαβα, γι’ αυτό σας ρώτησα». Μου λεει: «Τι καταλάβατε;».

Του λέω: «Αν σας πω, θα παρεξηγηθείτε;». «Όχι», μου λέει και με κοίταξε περίεργος.

Του λέω: «Είστε ένα πτώμα. Αν χαϊδέψεις έναν πεθαμένο, θα καταλάβει τίποτε;».

Μου απαντά: «Όχι».

«Κι αν τον τσιμπήσεις μ΄ ένα καρφί;».

Μου λέει: «Ούτε και τότε».

«Αν του ρίξεις ένα ποτήρι καυτό νερό, θα αντιδράσει;». «Όχι».

«Κι αν είναι παγωμένο;».

«Ούτε και τότε».

«Αυτό είσαστε», κατέληξα. «Διότι η ψυχή του ανθρώπου είναι πλασμένη απ’ τον Θεό και ζητάει τον Θεό».

Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι υπάρχει ακριβώς αυτός ο Θεός δεν είναι κανένα άλλο επιχείρημα παρά μόνο ένα: Ότι η θρησκευτική πίστη είναι διαχρονική και έχει την ίδια ηλικία με την ιστορία του ανθρώπινου γένους.

Η πολλαπλότητα των θρησκειών ένα πράγμα σημαίνει. Ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να ζήσει χωρίς Θεό. Και όσοι κάνουν το λάθος να λένε ότι ένας φόβος για τον Θεό μάς κάνει να είμαστε πιστοί, οι άνθρωποι αυτοί διαπράττουν αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν «ύβρη». Δηλαδή να θεωρείς ότι από την αρχή της Δημιουργίας του κόσμου μέχρι σήμερα υπήρξαν ένα σωρό ανόητοι κι εσύ είσαι ο έξυπνος…

Ο Χριστός δεν έρχεται για να ιδρύσει μια ακόμη θρησκεία, αλλά την Εκκλησία. Το λέει ο Ίδιος στους μαθητές Του. Τους ρώτησε τι γνώμη είχαν για Εκείνον οι άνθρωποι. Κι εκείνοι του απάντησαν ότι κάποιοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας, ο Ιερεμίας κ.λπ. Κι Εκείνος τους ρώτησε τι γνώμη είχαν οι ίδιοι για Εκείνον. Οπότε ο Πέτρος τού απάντησε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού» (Ματθ. 16,16). Και ο Κύριος του είπε: «Εσύ μεν είσαι ο Πέτρος, αλλά σε αυτή την πέτρα -στην αλήθεια δηλαδή ότι ήταν ο αληθινός Υιός του Θεού- θα οικοδομήσω την Εκκλησία». Και συνέχισε: «καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αῦτῆς» (Ματθ. 16,18). Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία και οι πύλες του Άδη φαίνονται πλέον να έρχονται κοντά.

Αυτή η αναμέτρηση του Χριστού στον Άδη και τελικά η Ανάσταση του Χριστού προσδιορίζει τη νίκη του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο. Από εδώ και πέρα, μετά την Ανάσταση του Κυρίου, είναι δική μας επιλογή αν θα ζήσουμε ή αν θα πεθάνουμε.

Για τους δούλους του Θεού δεν υπάρχει θάνατος. Όταν εκδημούμε από το σώμα μας, επιδημούμε προς τον Θεό και αυτή η επιδημία είναι ανάπαυση και χαρά. Είναι μια μετανάστευση. Τι μας λέει το Ευαγγέλιο στη νεκρώσιμη ακολουθία; «Αυτός που πιστεύει σε μένα κι αν πεθάνει, θα ζήσει» (Iω. 11,25). Δηλαδή ότι ο θάνατος είναι ουσιαστικά ένα πέρασμα από αυτή τη χώρα σε μια άλλη χώρα. Έτσι τον ζει η Εκκλησία στα εκατομμύρια των αγίων της, αλλά και στα πρόσωπα όλων των ανθρώπων.

Ο θάνατος έχει νικηθεί. Το θέμα είναι αν θέλουμε να είμαστε μέτοχοι αυτής της ζωής που νίκησε τον θάνατο…

Από το βιβλίο “ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΡΑ”, Εκδόσεις Εν Πλω

post a comment