Ὅταν ὁ παπα-Χαράλαμπος ἀποφάσισε νά μονάση, τό καθημερινό πρόγραμμα τῆς συνοδείας διαμορφώθηκε καθώς ἤδη προαναφέραμε. Ὅμως ὁ ἴδιος ἦταν ἤδη σκληραγωγημένος καί ἐξασκημένος ἀπό τόν κόσμον. Γιά τόν λόγον αὐτόν, ὅταν ἐγκαταβίωσε ὡς δόκιμος, ἐνῶ συνειδητοποίησεν ὅτι βρίσκεται μέ ἁγίους ἀνθρώπους, ὅμως ὁ θεῖος ζῆλος τόν παρακινοῦσε γιά περισσότερην ἄσκησιν.
Ἡ πρώτη δοκιμασία μέ τίς τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες τοῦ φάνηκε σάν παιχνιδάκι καί ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά συναγωνιστῆ καί αὐτόν ἀκόμα τόν νονόν του (Γ. Ἀρσένιο ), ὁ ὁποῖος ἔφθασε ἕνα διάστημα μέχρι καί 5.000 γονυκλισίες τό εἰκοσιτετράωρο, ξαφνικα ὅμως προσέκρουσε στόν διακριτικό βράχο, δηλαδή τόν Γέροντά του. Ὁ διακριτικός καί ἔμπειρος. Γ. Ἰωσήφ, εἶχεν ὑπ᾿ ὄψιν τό πατερικόν λόγιον «εἶδες νέον νά τρέχη, κόψε του λίγο τά φτερά». Χαρούμενος ὁ νέος ἀγωνιστής ἀναγγέλλει τό νέο ρεκόρ:
«Γέροντα, σήμερα ἔφθασα μέχρι τίς 5.000 μέτάνοιες». Στήν συνέχεια ἀνέμενε τόν δίκαιον ἔπαινον τοῦ Γέροντά του γιά τό ἄθλημα. Παραδόξως ὅμως μέ κάπως αὐστηρό ὕφος τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
– Καί ποιός σοῦ ἔδωσε τήν εὐλογίαν αὐτή ρέ θεληματάρη, νά κάμνης τόσες μετάνοιες; Δέν ξέρεις ὅτι ὁ κόπος σου, χωρίς εὐλογία πῆγε χαμένος;
– Μά, Γέροντα, ἐδῶ γιά ν᾿ ἀγωνιστοῦμε δέν ἤλθαμε; Τί εὐλογία χρειάζεται;
– Καί παραχρειάζεται.
– Καλά ἄς εἶναι· ἀπό σήμερα ἄς γίνεται τοῦτο μέ τήν εὐλογία σας.
– Εὐλογία; Δηλαδή ἐσύ θά μᾶς κουμαντάρης! Λοιπόν, ἄκουσέ με καλά. Ἀπό σήμερα πάνω ἀπό χίλιες μετάνοιες ἀπαγορεύεται αὐστηρά.
– Ἄμάν, τί εἶναι αὐτό Γέροντα· μ᾿ ἔκαψες!
– Αὐτό πού σοῦ λέω ἐγώ καί τά θελήματα νά τ᾿ ἀφήνης στήν ἄκρην.
Ἔτσι κι ἔγινε. Πραγματικά ὁ Γέροντας διέβλεπε ὅτι κινδύνευε νά πέση θύμα κλοπῆς ἀπό τά δεξιά (ὑπερηφανείας) ὁ νέος ἀγωνιστής, ὅταν στήν ἴδιαν ἀδελφότητα ὑπῆρχαν ἀδελφοί οἱ ὁποῖοι, γιά λόγους σωματικῆς ἀσθενείας, δέν μποροῦσαν νά κάμουν τόσες πολλές γονυκλισίες.
Ἀλλά καί μέ τό διορατικό του βλέμμα ὁ Γέροντας διέβλεπε τόν κίνδυνον κάποτε νά καταπέσουν οἱ σωματικές δυνάμεις τοῦ παπα-Χαράλαμπου, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν καί μικρός (ἤδη τεσσαρακονταετής). Γι᾿ αὐτό καί τόν παρότρυνε νά ρίξη τό βάρος στήν συγκέντρωσιν τοῦ νοῦ καί τήν κατανόησιν τῆς ἀδειαλείπτου εὐχῆς.
Λένε, βέβαια, οἱ Πατέρες, ὅτι ἀπαραίτητο γιά νά ὑποταγῆ ὁ νοῦς στό πνεῦμα, εἶναι νά ὑποταγῆ, δηλαδή, νά δαμαστῆ πρῶτα τό σῶμα. Ἀλλά μήπως καί οἱ χίλιες μετάνοιες καθημερινῶς εἶναι λίγες; Τό κυριώτερο ὅμως εἶναι ὅτι τό σῶμα τοῦ παπα-Χαράλαμπου καθημερινῶς ἐδαμάζετο στίς σκληρές ἐξωτερικές ἐργασίες. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοί τῆς συνοδείας, τόν ἀποκαλοῦσαν χρυσοχέρη. Ἀπό οἰκοδομικά μέχρι μαραγκοδουλειές, κηπουρική, μαγειρεῖο, ἐργόχειρο, δέν τοῦ ᾿φευγε τίποτα. Μάλιστα ἦταν κατά τό πλεῖστον αὐτοδίδακτος ἤ περιστασιακά κοιτῶντας τούς μαστόρους ὅταν βοηθοῦσε, ἀπέβαινε ἄριστος οἰκοδόμος, μαραγκός, σφραγιδοποιός κλπ.
Ἀπό τό βιβλίο: “Ὁ ἁπλοϊκός ἡγούμενος καί διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς”