Περιγραφή
Ιστορικά Στοιχεία
Πριν από 900 περίπου χρόνια στο καταπράσινο νησί της Θάσου έζησε και ασκήτευσε ένας άγιος άνθρωπος, που λεγόταν Λουκάς. Δεκατέσσερα χρόνια περίπου πέρασε με άσκηση και προσευχή στην περιοχή του Θεολόγου, όπου και έχτισε μικρό εκκλησάκι προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Αποστόλου και Ευαγγελιστού. Μάλιστα από τότε, από το όνομα της εκκλησίας, ονομάσθηκε και το χωριό Θεολόγος.
Φίλος της ερημικής και ησυχαστικής ζωής όντας ο Όσιος Λουκάς, άρχισε να ενοχλείται από τις επαφές του με τον κόσμο στο Θεολόγο κι αναζητώντας ερημικότερους τόπους, για να βρίσκεται μόνος με το «Μόνο Θεό» κατέβηκε στις σπηλιές της «Βαθειάς Ποταμιάς» έτσι λεγόταν ο τόπος αυτός, όπου είναι τώρα το Μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή εκεί, για άλλα είκοσι χρόνια. Μέσα σ’αυτή την ερημιά του τόπου, πάνω στους απόκρημνους βράχους έζησε με ποικίλες ασκήσεις, πειρασμούς και πολλή προσευχή.
Είχαν περάσει 17 χρόνια, από τότε, που εγκαταστάθηκε εδώ, όταν κάποια μέρα, εκεί που προσευχόταν, βλέπει μπροστά του τον Αρχιστράτηγο των Αγγέλων Μιχαήλ, με άρρητη λάμψη, να του λέει: «Ειρήνη σοι». Φοβήθηκε ο Όσιος από το παράδοξο θέαμα και την αστραπόμορφη όψη του Αρχαγγέλου κι άρχισε να κράζει: «Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι».
Τότε ο Αρχάγγελος για να τον ενθαρρύνει και να τον πείσει ότι δεν είναι φάντασμα πειρασμικό, όπως ο Όσιος νόμισε, αλλά αυτός ο Αρχιστράτηγος του Θεού Μιχαήλ, του λέει «Με έστειλε ο Κύριος να σου πω, ότι μετά από τρία χρόνια θα παραλάβη ειρηνικά το πνεύμα σου στην αιώνια ανάπαυση των αγίων». Με τα λόγια τούτα φοβήθηκε ακόμη περισσότερο ο Όσιος και νομίζοντας ακόμη, ότι πρόκειται για φαντασία διαβολική, έπεσε μπρούμυτα και φώναζε συνεχώς το «Κύριε ελέησον».
Και πάλιν ο Αρχάγγελος για να του πάρει τον φόβο, του φάνηκε, ότι χτύπησε με ένα ραβδί, μια πέτρα, που ήταν εκεί κοντά λέγοντας «Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Και αμέσως ανέβλυσε νερό από εκείνη τη στεγνή μέχρι τότε πέτρα.
Βλέποντας ο Όσιος το θαύμα, παίρνει θάρρος, πιστεύει στην παρουσία του Αρχαγγέλου και με δάκρυα ψυχής ζητεί συγχώρεση για την πρότερη ολιγοπιστία του, που δεν ήταν ολότελα αβάσιμη, γιατί μέχρι τότε πολλές φορές ο διάβολος δοκίμασε να τον απατήσει με πολλές και ποικίλες φαντασίες.
Τότε ο Αρχάγγελος του λέει «Πάρε και πιες απ’ αυτό το νερό και να μη φοβάσαι από δω και πέρα τις δαιμονικές φαντασίες, αλλά κτίσε δικό μου ναό, όπου θα ωφελούνται οι άνθρωποι ψυχικά και θα θεραπεύονται οι ασθενείς εις αιώνας». Με τα τελευταία αυτά λόγια ο Αρχάγγελος έγινε άφαντος, αφήνοντας τον Όσιο Γέροντα γεμάτο από χαρά, θάρρος, αγαλλίαση και ευχαριστία στον Πανάγαθο Θεό.
Με πολλή προθυμία υπάκουσε στο Θείο Πρόσταγμα και έχτισε κατά τη δυνάμη του μικρό εκκλησάκι στο όνομα του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, όπου συμπεριέλαβε και την πηγή του αγιάσματος. Τούτη η εκκλησία έγινε καταφύγιο σ’ όλους του «κοπιώντας και πεφωτισμένους» γιατί, όταν έφθασαν μέχρις εδώ και έπιναν από το αγιασμένο εκείνο νερό και επλύνοντο, απολάμβαναν και τη θεραπεία από κάθε σωματική και ψυχική αρρώστεια.
Έτσι διαδόθηκε η φήμη των θαυμάτων παντού, όχι μόνο το νησί, αλλά σ’όλες τις γύρω και μακρινές περιοχές, απ’ όπου έφερναν τους αρρώστους με διάφορα πάθη και βάσανα και θεραπεύονταν. Ο Όσιος Λουκάς μετά από όλα τα παραπάνω συμβάν τα έζησε ακόμη τρία χρόνια με σκληρούς αγώνες και μετά, σύμφωνα με την πρόρρηση του Αρχαγγέλου «απύλθεν εν ειρήνη προς Κύριον».
Τότε ο μαθητής και υποτακτικός του, που λεγόταν Ξενοφών, τον κήδευσε καιτά του;ς μοναχικούς κανόνες κι επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τη μοναξιά και το τραχύ κι απαρηγόρητο της ερήμου αυτής της περιοχής, έφυγε από εδώ και πήγε απένταντι στον Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι η θέση του προσκυνήματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είναι ακριβώς στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού και έχει απέναντι το Άγιον Όρος. Μάλιστα, όταν είναι καθαρή η ατμόσφαιρα, πολλές φορές διακρίνονται ιδιαίτερα οι παραθαλάσσιες αγιορείτικες μονές.
Τα χρόνια που συνέβη αυτό το θαύμα στον Όσιο Λουκά στη Θάσο, συμπίπτουν με τη βασιλεία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081), που ήταν φιλομόναχος και ενίσχυε πολύ τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους. Μάλιστα τότε ανακαίνισε και την Ιερά Μονή Φιλοθέου, που βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή και της αφιέρωσε πολλά κειμήλια, απ’ αυτά, που υπήρχαν στη Βασιλεύουσα. Μεταξύ των άλλων αφιέρωσε και ένα κομμάτι από τον Τίμιο Ήλο. Πέρασαν χρόνια από τότε και ήλθε η φοβερή εκείνη ημέρα του 1453, της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους και στη συνέχεια όλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι και η Θάσος με τη σειρά της δέχτηκε τη βαρεία δουλεία των βαρβάρων εξουσιαστών από τον ίδιο το Σουλτάν Μεχμέτ.
Παρά την καταπίεση των κατακτητών, οι πιστοί συνέχιζαν να έρχονται με πολλή ευλάβεια στο Ναό του Αρχαγγέλου και στο Αγίασμα και να απολαμβάνουν καθημερινά τις ιάσεις και θαυματουργίες του Μεγαλοδύναμου Θεού μας.
Βλέποντας οι βάρβαροι και κακότροποι Αγαρηνοί τη δόξα του προσκυνήματος, φθόνησαν και θέλησαν να θέσουν τέρμα στην ευλάβεια αυτή των πιστών και στα θαύματα του Αρχαγγέλου. Γι’ αυτό, τρείς απ’ αυτούς ήλθαν με πλοίο από τη θάλασσα κι ανέβηκαν επάνω στο Ναό.
Ο πιο θρασύς από αυτούς τόλμησε να μπει μέσα στην εκκλησία και να μιάνει την πηγή του Αγιάσματος, που έτρεχε μέσα εκεί για τόσα χρόνια. Τη στιγμή όμως εκείνη κεραυνοβολήθηκε από τον Αρχάγγελο κι έπεσε πάνω στις πλάκες της εκκλησίας, πτώμα νεκρό, άξια τιμωρημένο για την αναίσχυντη πράξη του.
Αυτοστιγμεί όμως η πηγή του Αγιάσματος στέρεψε, εξαφανίσθηκε από την εκκλησία και σαν να βυθίστηκε, από τότε ανέβλυσε κάτω στα βράχια σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Οι άλλοι δύο τούρκοι φοβήθηκαν, κατέβηκαν τρέχοντας στη θάλασσα να σωθούν, μπήκαν στο πλοίο τους να διαφύγουν, αλλά δεν άργησαν κι αυτοί να συντριβούν πάνω στους απότομους βράχους του γιαλού, από τη μανιασμένη θάλασσα, που σαν όργανο της Θείας Δίκης, τους ανταπέδωσε τη φοβερή τους πράξη. Συντρίμμια απ’ το καράβι και πτώματα επέπλεαν στα νερά της σαν δείγμα της τιμωρίας για την τόλμη και την κακία τους.
Την άλλη μέρα κάποιος ιερέας, που λεγόταν Δημήτριος, ήλθε να λειτουργήσει μαζί με μερικούς ασθενείς για την υγεία τους. Μπαίνοντας στο Ναό βλέπει το πτώμα του Αγαρηνού και την πηγή του Αγιάσματος να έχει στερέψει. Μεγάλο φόβο και θλίψη ένοιωσαν όλοι τους αντικρύζοντας το ανεξήγητο θέαμα και ιδιαίτερα για τη στέρηση του Αγιάσματος. Επειδή ήδη ήταν απόγευμα, σύρθηκαν σε ένα μέρος απόκεντρο εκεί κοντά με πολλή αγωνία και λύπη, περιμένοντας να ξημερώσει η μέρα να φύγουν.
Τη νύχτα εκείνη φαίνεται στον ιερέα ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ και του λέει: «Πήγαινε στο Ναό μου και βγάλε έξω και ρίξε το μακριά το ακάθαρτο εκείνο σώμα και πάρε τους άρρωστους να κατεβείτε κάτω στο γιαλό, στη θάλασσα, και σ’ όποια σπηλιά δείτε φως, μπείτε και να λουσθούν εκεί οι ασθενείς και θα γίνουν καλά».
Έτσι κι έγινε. Ο ευλαβής ιερεύς, αφού έκανε αγρυπνία, προς τον Όρθρο, έβγαλε έξω από την εκκλησία εκείνο το ακάθαρτο σώμα κατά την προσταγή του Αρχαγγέλου και μετά όλοι μαζί κατέβηκαν στη θάλασσα.
Εκεί ψάχνοντας, βλέπουν σε ένα μικρό σπήλαιο φως λαμπρό και φοβισμένοι άρχισαν να φωνάζουν «Κύριε ελέησον» και «Αρχιστράτηγε βοήθησον». Όταν πλησίασαν στο σπήλαιο, έπαυσε το φως και αισθάνθηκαν έντονη ευωδία.
Επειδή δε ο τόπος του σπηλαίου ήταν στενός και μπήκαν γονατιστοί, όλο αυτό το μέρος πήρε το όνομα «Γοναταί», γιατί όποιοι πήγαιναν Αγίασμα, έπρεπε να μπουν γονατιστοί. Αφού μπήκαν έτσι μέσα και λούσθηκαν οι άρρωστοι, κατά το λόγο του Αρχαγγέλου, θεραπεύτηκαν. Από τότε, όλοι αυτοί, που κατεβαίνουν στη σπηλιά του Αγιάσματος με ευλάβεια και πίστη, θεραπεύονται. Ο ιερεύς Δημήτριος αφού έμεινε εκείνη τη μέρα στο Ναό, τον καθάρισε, έκανε αγιασμό και λειτούργησε το άλλο πρωί.
Μετά τη λειτουργία κατέβηκαν όλοι στη θάλασσα για να βρουν τίποτε για ψάρεμα. Εκεί είδαν τα συντρίμμια του πλοίου και τα δύο πτώματα των ασεβών ριγμένα από τα κύματα στην παραλία. Έφυγαν φοβισμένοι και συγκινημένοι από τα θαυμάσια, που είδαν και έζησαν και τα διηγήθηκαν παντού προς δόξαν Θεού.
Η θαυματουργή εικόνα του Ταξιάρχη στη Θάσο
Η παρουσία και τα θαύματα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον τόπο αυτό είναι στενά συνδεδεμένη και με την ιστορία του Τιμίου Ήλου, που αναφέραμε παραπάνω, ο Οποίος επίσης αποτελεί πηγή χάριτος και ιαμάτων σ’ αυτούς, που με πίστη και φόβο Τον προσκυνούν.
Στους πρώτους χρόνους της δουλείας του Γένους μας από τους Τούρκους σ’όλα τα Μοναστήρια είχαν επιβληθεί πολύ μεγάλοι φόροι, που ήταν πραγματική μάστιγα. Μεταξύ των άλλων και το Μοναστήρι του Φιλοθέου στο Άγιον Όρος είχε φθάσει σε μεγάλη οικονομική ανέχεια και στέρηση και αυτών των αναγκαίων. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν μια συνοδεία από τρεις μοναχούς με επικεφαλής, τον σεβασμιότατο Ιερομόναχο Γαβριήλ, για συνδρομή στους ηγεμόνες της Βλαχίας, που πάντα βοηθούσαν πολύ το Άγιον Όρος.
Οι μοναχοί πήραν μαζί τους και τα σπουδαιότερα άγια κειμήλια της Μονής για ευλογία και προσκύνηση. Μεταξύ των άλλων ήταν και μέρος του Τιμίου Ήλου, δώρο του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη που το είχε αφοερώσει με Χρυσόβουλο στη Μονή και μέρος του Αγίου Λειψάνου του Αγίου Παντελεήμονος. Έτσι η συνοδεία των μοναχών με πλοίο έπλεαν για την Κωνσταντινούπολη, από όπου θα εφοδιαζόταν με Πατριαρχικά συστατικά Γράμματα για τους Ηγεμόνες των Παραδουναβίων Χωρών και τους εκεί Αρχιερείς.
Μόλις όμως είχαν πλεύσει πέντε μίλια, ένας δυνατός άνεμος τους έσπρωξε προς τη Θάσο και πολλή βία τους έφερε στην περιοχή του Αρχαγγέλου, που ήταν και Μετόχι της Μονής Φιλοθέου, στη «Βαθειά Ποταμιά». Νεκροί από το φόβο και την ταλαιπωρία, έσυραν εκεί το πλοίο κι ανέβηκαν στο Μετόχι τους λίγο να αναπαυθούν, μέχτι να κοπάσει η θαλασσοταραχή. Μάλιστα άναψαν και φωτιά έξω από το Ναό και καθόντουσαν αμέριμνοι.
Εκείνη όμως τη νύχτα ήλθαν θαλασσοπειρατές, που λυμαίνονταν τις θάλασσες καταστρέφοντας ότι εύρισκαν μπροστά τους από την απληστία τους για χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα.
Όταν είδαν το πλοίο αγκυροβολημένο έξω στην παραλία και πάνω ψηλά φωτιά, πήδησαν ξαφνικά και σκότωσαν όλους τους Μοναχούς και ναύτες. Κατά θεία οικονομία όμως, την ώρα, που τα άγρια εκείνα θηρία βασάνιζαν τους Μοναχούς και τους ζητούσαν χρήματα, πρόφτασε ένας απ’ αυτούς κι έκρυψε μέσα στον τοίχο της εκκλησίας το Κιβώτιο με τον Τίμιο Ήλο και το λείψανο του Αγίου Παντελεήμονος Έτσι διασώθηκαν τα ιερά αυτά αντικείμενα και δεν κάηκαν από τους πειρατές, που με καταστροφική μανία έκαψαν την εκκλησία και τα γύρω οικήματα.
Η αποκάλυψη τους έγινε μετά από αρκετό καιρό ως εξής: Κάποιος Ιωάννης, ήταν για αρκετό χρόνο άρρωστος και δεν μπορούσε να βρει θεραπεία στην αρρώστια του. Κάποια βραδιά είδε στον ύπνο του τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που τον παρακινούσε να πάει στο Αγίασμα στις «Γονατές», για να γίνει καλά. Σηκώθηκε λοιπόν, και διηγήθηκε στους δικούς του το όνειρο. Αμέσως τον πήραν οι συγγενείς του και τον έφεραν στο Αγίασμα, όπου λούσθηκε και έγινε τελείως καλά. Από ευγνωμοσύνη και ευχαριστία για τη θεραπεία του θέησε να χτίσει πάλι τον ερειπωμένο ναό. Έβαλε λοιπόν οικοδόμους, οι οποίοι προσπαθώντας να καθαρίσουν τους τοίζους για να βάλουν θεμέλια, με το γκρέμισμα βρήκαν στον τοίχο το κιβώτιο με τα ιερά κειμήλια.
Σκέφτηκαν μεταξύ τους, να το κρύψουν, γιατί είχε αξία η ασημένια θήκη και να δώσουν μόνο το άγιο λείψανο στον Πνευματικό Θεωνά Φιλοθεΐτη, που έμενε τότε στο Μετόχι της Μονής Φιλοθέου στο Θεολόγο.
Τον Τίμιο Ήλο του Σωτήρος Χριστού μας, που ήταν μέσα σε ξύλινο Σταυρό, τον άφησαν πάνω σε μια αγριελιά, που ήταν δίπλα στην εκκλησία του Αρχαγγέλου
Έσωσαν δε το άγιο λείψανο του Αγίου Παντελεήμονος στον Φιλοθεΐτη μοναχό και του είπαν ψέματα, ότι μόνο αυτό βρήκαν κάτω από μια πλάκα, χωρίς την ασημένια θήκη και τον Τίμιο Ήλο.
Κατά θεία και πάλι παραχώρηση, δαιμονίσθηκαν και από τον τρόμο τους για τη δίκαιη τιμωρία, έδωσαν και την ασημένια θήκη. Ξέχασαν όμως τελείως, ότι είχαν αφήσει πάνω στην αγριελιά τον Σταυρό με τον Τίμιο Ήλο. Κάποιος βοσκός, Γεώργιος, που είχε το μαντρί του στην περιοχή αυτή, κοντά στο ναό, κάθε νύχτα έβλεπε ένα φως να λάμπει σαν άστρο. Πήγαινε τη μέρα και δεν έβλεπε τίποτα. Μια νύχτα παίρνει και το παιδί του και πηγαίνουν μαζί στην αγριελιά και βλέποντας τη λάμψη φοβήθηκαν και δεν ανέβηκαν πάνω στο δένδρο. Αμέσως έφυγαν για το χωριό του Θεολόγου και ανήγγειλαν το γεγονός στον Πνευματικό Θεωνά.
Ο Πνευματικός από τα πρόσφατα γεγονότα της σφαγής των μοναχών και της ανακαινίσεως του ναού από τον Ιωάννη, κατάλαβε, ότι εκεί στην αγριελιά θα είχε απομείνει ο Σταυρός με το Τίμιο Ήλο. Πράγματι ήλθαν στο ναό και βρήκαν το Σταυρό με το κειμήλιο πάνω στο δένδρο.
Τα παρέλαβαν με μεγάλη ευλάβεια και τιμή και με λιτανεία τα πήραν στο χωριό του Θεολόγου, ενώ όλοι οι κάτοικοι βγήκαν έξω απ’ το χωριό, να τους προϋπαντήσουν. Μετά τα κατέθεσαν στο Φιλοθεΐτικο Μετόχι του Θεολόγου. Πολλά δε θαύματα έγιναν τότε.
Όταν έμαθαν τα συμβάντα στη Μονή Φιλοθέου η οποία τότε ήταν Κοινόβιο έγραψαν στον Πνευματικό Θεωνά να πάρει τον Τίμιο Ήλο και να τον επιστρέψει στη Μονή. Ο Πνευματικός, σύμφωνα με την εντολή του ηγουμένου, Τον πήγε στο Άγιον Όρος.
Τότε ο Αρχάγγελος φανερώθηκε στον Ηγούμενο στον ύπνο του και τον φοβέρισε με ελεγκτικό και προστακτικό τρόπο να στείλει τον Τίμιο Ήλο πίσω προς φύλαξη των Χριστιανών.
Εκείνος όμως δίσταζε και ανέβαλε να Τον στείλει. Ξαναεμφανίσθηκε ο Αρχάγγελος με φοβερότερο τρόπο πάλι στον ύπνο του, προστάζοντας, να Τον στείλει πίσω στη Θάσο και να μην Τον εμποδίσει ή ζητήσει ποτέ να Τον επιστρέψουν, απειλώντας, ότι αν δεν υπακούσει, θα Τον πάρει μόνος του. Έτσι ακριβώς κι έγινε.
Μετά από τόσες πιέσεις, πηγαίνοντας ο Ηγούμενος στο Σκευοφυλάκιο για να Τον πάρει, με έκπληξη του, δεν Τον βρήκε εκεί. Κατάλαβε αμέσως ότι ο Αρχάγγελος, σύμφωνα με το όνειρο, θα Τον είχε πάρει με θαυματουργικό τρόπο στη Θάσο και έστειλε τον Πνευματικό Θεωνά προς αναζήτησή Του. Ακριβώς εκείνες τις μέρες ο βοσκός, που είχε ξαναδεί το φως στην αγριελιά, βλέπει λαμπρότερο το φως εκείνο και ειδοποιεί στο Θεολόγο τον Φιλοθεΐτη Μοναχό να έρθει, να Τον παραλάβει.
Ήλθαν λοιπόν όλοι με λιτανεία και συνοδεία και παρέλαβαν το κειμήλιο και το πήραν στο Μετόχι της Μονής στο Θεολόγο, όπως και κατά την πρώτη εύρεση. ήταν δε τότε που έγινε η δεύτερη εύρεση του Τιμίου Ήλου με τη μεταφορά Του από τον Αρχάγγελο στη Θάσο η Δευτέρα της Διακαινησίμου μετά το Πάσχα. Έτσι αποφασίστηκε να γιορτάζεται πανηγυρικά ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ μαζί με τον Τίμιο Ήλο την Τρίτη της Διακαινησίμου.
Από τότε προς ανάμνηση του θαύματος, κάθε χρόνο, την Δευτέρα της Διακαινησίμου το απόγευμα, έρχονται οι Θεολογίτες με λιτανείς από το βουνό στη Μονή φέρνοντας τον Τίμιο Ήλο με την εικόνα του Αρχαγγέλου, αγρυπνούν αποβραδίς και το πρωί της Τρίτης της Διακαινησίμου γίνεται η Θεία Λειτουργία πανηγυρικά.
Με λιτανεία δε πάλι τα επιστρέφουν στο Μετόχι του Θεολόγου. Εκεί εφυλάσσοντο για αρκετά χρόνια, μέχρις ότου ιδρύθηκε η Μονή του Αρχαγγέλου και φυλάσσονται τώρα εκεί. Λίγο καιρό μετά τη δεύτερη εύρεση, κάποιος ιερεύς Αναστάσιος, από Βουλγαρικό χωριό, ήταν άρρωστος βαριά και όταν επικαλέσθηκε τη δύναμη του Τιμίου Ήλλου έγινε αμέσως καλά. Από βαθιά ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία του και για να μείνει ανεξάλειπτη η ενθύμηση του θαύματος, που του έγινε, έφτιαξε την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ μέσα σε εξαπτέρυγο ασημένιο και το κομμάτι του Τιμίου ήλου το έβαλε μέσα μαζί με το Σταυρό, για να είναι φυλακτήριο όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών. Έτσι διασώζεται μέχρι σήμερα.
Η περιουσία της Μονής, όπως και όλων των Μονών του Αγίου Όρους στη Θάσο, με τον αγροτικό νόμο της 13ης Ιουνίου 1927 περί απαλλοτριώσεων των μετοχιών Θάσου και Λήμνου, κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα και διανεμήθηκε το 1931 σε 72 ακτήμονες.
Ωστόσο η Μονή Φιλοθέου εξακολούθησε και μετά την απαλλοτρίωση να στέλνει οικονόμους στο Μετόχι του Θεολόγου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Από το 1957 μέχρι το 1974 την ευθύνη του Μετοχίου την είχαν λαϊκοί. Στο διάστημα αυτό το μοναστήρι παρέμεινε έρημο, αλλά σε καλή κατάσταση, συντηρούμενο με τις φροντίδες των κατοίκων. Ζωστάνευε για λίγες μέρες, όταν γιόρταζε, από τα πανηγύρια των Θεολογιτών και των άλλων κατοίκων της Θάσου.
Τον Οκτώβριο του 1974 έρχονται στη Μονή οι πρώτες εφτά μοναχές από το Μοναστήρι της Παναγίας Οδηγήτριας Βόλου με επικεφαλής της ηγουμένη Εφραιμία, έκτοτε το ιστορικό μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ λειτουργεί με κοινοβιακό τρόπο ως γυναικείο ησυχαστήριο, που εξαρτάται πνευματικά από τη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους.
Απολυτίκιο Συνάξεως των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων
Ἦχος δ’.
Τῶν οὐρανίωv στρατιῶν Ἀρχιστράτηγοι, δυσωποῦμεv ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵvα ταῖς ὑμῶv δεήσεσι, τειχίσητε ἡμᾶς, σκέπῃ τῶν πτερύγωv, τῆς ἀΰλου ὑμῶν δόξης, φρουροῦvτες ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτεvῶς καὶ βοῶντας· Ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχαι τῶν ἄνω Δυνάμεων.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἀνάρχου Τριάδος λειτουργοὶ οἱ ἀσώματοι, τῶν ἀκαταλύπτων οἱ πρῶτοι, μυστηρίων ἐκφάντορες, σὺν Θρόνοις Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, Δυνάμεις Ἐξουσίαι καὶ Ἀρχαί, Κυριότητες Ἀρχάγγελοι οἱ λαμπροί, καὶ Ἄγγελοι ὑμνείσθωσαν. Δόξα τῷ ὑποστήσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ καταλάμποντι, δόξα τῷ ὑμνουμένῳ δι’ ὑμῶν, τρισαγίοις ᾄσμασι.
Κοντάκιον
Ἦχος β’.
Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, λειτουργοῖ θείας δόξῃς, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοί, καὶ ἀρχηγοὶ Ἀσωμάτωv, τὸ συμφέροv ἡμῖv αἰτήσασθε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.
Μεγαλυνάριον
Πρόκριτοι Δυνάμεων νοερῶν, Μιχαὴλ πρωτάρχα, καὶ λαμπρόμορφε Γαβριήλ, σὺν ταῖς οὐρανίαις, αἰτεῖτε στρατηγίαις, ἡμῖν καταπεμφθῆναι τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Ιστότοπος Χώρα του Αχωρήτου
Τελευταία Ενημέρωση: 5 Νοεμβρίου 2023
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Ημερολόγιο: H Iερά Μονή καθότι είναι μετόχι της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ακολουθεί το παλαιό εορτολόγιο κατά την τάξη του Αγίου Όρους