Περιγραφή
Ιστορικά Στοιχεία
Ο ναός αυτός αποτελεί την πιο “ζωντανή” σύνδεση της σημερινής με τη βυζαντινή Άρτα, αφού εκτός από το κτίσμα έχουμε και την “παρουσία” της ίδιας της βασίλισσας του Δεσποτάτου, της πολιούχου Αγίας Θεοδώρας. Έτσι η σημασία του μνημείου αποκτά για τον Αρτινό και μια άλλη ξεχωριστή διάσταση, τη συναισθηματική, αυτή που δίνει μιλιά στα άψυχα και δημιουργώντας μια εσωτερική επικοινωνία, ένα είδος μυστικής σχέσης ανάμεσα σε δημιουργούς και δημιουργήματα, δένει τους ανθρώπους με τα σύμβολα τους.
Βρίσκεται σε πολύβοη συνοικία της παλιάς κάτω πόλης, στο κέντρο της άλλοτε πρωτεύουσας του Δεσποτάτου. Ο ναός, ο πυλώνας, το πηγάδι και το παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης, είναι ό,τι απόμεινε απ’ το κτιριακό συγκρότημα παλαιάς μονής που αρχικά ιδρύθηκε προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου και λειτούργησε για πολλούς αιώνες ως γυναικείο μοναστήρι. Η μελέτη του μνημείου απέδειξε ότι ο σημερινός ποικιλόμορφος ναός κτίσθηκε σε τρεις περιόδους: Ο αρχικός ναός κατασκευάσθηκε πιθανόν τον 11ο ή 12ο αιώνα στον τύπο τρίκλητης ξυλόστεγης Βασιλικής, σχήμα που διατήρησε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα. Αργότερα -γύρω στο 1270 – η βασίλισσα της Άρτας Θεοδώρα ακολουθώντας το παράδειγμα του συζύγου της Δεσπότη Μιχαήλ Β -ο οποίος σε ένδειξη μετάνοιας για την κακή διαγωγή του απέναντι της ίδρυσε τρεις μονές -ανακαίνισε το ναό προσθέτοντας το νάρθηκα και τα δύο αετώματα του κυρίως ναού, ακόμη δε αργότερα (τέλος του 13ου ή αρχές του 14ου αιώνα) προστέθηκε ο ανοικτός κιονοστήρικτος εξωνάρθηκας -του οποίου σώζεται μόνο η ΝΔ γωνία- καθώς και οι δυο πεσσοστήρικτοι παρανάρθηκες (ο βόρειος δε σώζεται), οπότε το μνημείο πήρε τη σημερινή του μορφή.
Όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Αγίας Θεοδώρας, ο σύγχρονος της λόγιος μοναχός Ιώβ, η βασίλισσα μετά το θάνατο του συζύγου της Μιχαήλ, εμόνασε στη μονή μέχρι την κοίμηση της (1281), ενταφιάστηκε εκεί, και μετά την επίσημη ανακήρυξη της ως Αγίας, ο ναός τιμάται πλέον στο όνομα της.
Ο Πυλώνας και το εξωτερικό μέρος του Ναού
Ο Πυλώνας -που οι ντόπιοι τον ονομάζουν Δόξα- είναι ό,τι απόμεινε απ’ τον περίβολο της παλιάς μονής. Πρόκειται για μεγάλη τοξωτή πύλη -αψίδα- της οποίας το πάνω αετωματοειδές τμήμα είναι εξ ολοκλήρου πλίνθινο και φέρει διακόσμηση. Στο πίσω μέρος της πύλης, δηλαδή προς το προαύλιο του ναού, υπήρχε θολωτό τμήμα (διαβατικό) του οποίου κατέπεσε η καμάρα, αλλά σώζονται υπολείμματα του ενός τοίχου του.
Ο ναός περιλαμβάνει τρία μέρη: τον κυρίως ναό (δηλαδή την τρίκλητη ξυλόστεγη βασιλική που αποτελούσε και τον αρχικό πυρήνα του ναού) το νάρθηκα και τον εξωνάρθηκα. Ο κυρίως ναός σχηματίζει με τα παράθυρα του μεσαίου κλίτους του ένα είδος υπερυψωμένου φωταγωγού ο οποίος καταλήγει σε δίκλινη στέγη. Οι τοίχοι της ανατολικής και δυτικής πλευράς του κυρίως ναού καταλήγουν σε οξυκόρυφα αετώματα εξ ολοκλήρου πλίνθινα, τα οποία εξέχουν λίγο από το ύψος της στέγης για ποικιλία και έμφαση. Ανατολικά ο ναός καταλήγει σε τρεις τρίπλευρες κόγχες, των οποίων τα παράθυρα ήταν φραγμένα μέχρι το 1936, οπότε ανοίχτηκαν απ’ τον Ορλάνδο. Την ίδια χρονιά αποφράχτηκαν τα τοξωτά ανοίγματα του νότιου παρανάρθηκα, γκρεμίστηκε το πρόσθετο νεότερο κωδωνοστάσιο στη Ν.Α γωνία του ναού, αποτειχίστηκαν τα μονόλοβα παράθυρα των πλευρών των πλάγιων κλιτών και με απόξεση των αμμοκονιαμάτων που τα κάλυπταν, δόθηκε στο μνημείο η αρχική του όψη.
Ο θολωτός νάρθηκας -αναμφισβήτητα έργο της Αγίας Θεοδώρας-ξεχωρίζει απ’ τον κυρίως ναό τόσο με την ποικιλόμορφη στέγη του όσο και με την πλίνθινη διακόσμηση που φέρει η δυτική και βόρεια πλευρά του. Το νάρθηκα καλύπτουν δύο εσωτερικοί κυλινδρικοί θόλοι και ένας τρούλλος, των οποίων οι καταλήξεις στη δυτική πλευρά εμφανίζονται ως τριγωνικά αετώματα.
Ο νότιος παρανάρθηκας αποτελείται από σειρά τοξωτών ανοιγμάτων που στηρίζονται σε πεσσούς, στεγάζεται δε με σταυροθόλια και “ασπίδες” που εξωτερικά εμφανίζονται ως αετώματα. Αντίστοιχος παρανάρθηκας, πολύ μικρότερου όμως μήκους, υπήρχε και στη βόρεια πλευρά. Απ’ τις κολώνες που στήριζαν το δυτικό εξωνάρθηκα σώθηκε μόνο μία στη νότια γωνία του που είναι αρκετή όμως για V ανασυνθέσουμε φανταστικά την όλη αρχική εικόνα του βοηθητικού αυτού κτίσματος. Η τριμερής στοά του εξωνάρθηκα και των δυο παρανάρθηκων έκρυβε και τις τρεις πλευρές του νάρθηκα και επομένως έκανε περιττή την εξωτερική κεραμοπλαστική διακόσμηση του, μια και αυτή δεν ήταν πια ορατή. για το λόγο αυτό καλύφθηκαν από πολύ παλιά οι τοίχοι του βάθους της στοάς με σοβά και τοιχογραφίες απ’ τις οποίες, δυστυχώς, ελάχιστα ίχνη διασώθηκαν.
Η τοιχοποιία και των τριών μερών του ναού είναι σχετικά επιμελημένη με οριζόντιες στρώσεις κανονικών λίθων κατά το πλινθοπερίβλητο σύστημα. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του κυρίως ναού δεν είναι πλούσιος και περιορίζεται στο χώρο των παραθύρων, όπου συναντούμε απλά ή διπλά πλίνθινα τόξα-πλαίσια, οδοντωτές ταινίες και τυφλά πτερύγια στο ανατολικό και δυτικό αέτωμα. Σε αντίθεση με τον κυρίως ναό, ο νάρθηκας παρουσιάζει πλίνθινη διακόσμηση εντυπωσιακή, τόσο για την ποσότητα, όσο -και κυρίως- για την ποικιλία των σχημάτων. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η εξωτερική ομορφιά του μνημείου βρίσκεται όχι τόσο στη διακόσμηση του αλλά κυρίως στην αρχιτεκτονική του ποικιλομορφία και τη χάρη που του δίνει το αρμονικό “δέσιμο” των τριών ανόμοιων μερών του.
Εσωτερικά ο ναός διατηρεί μεγάλο μέρος απ’ την παλιά γλυπτή και γραπτή του διακόσμηση. Τα κορινθιάζοντα κιονόκρανα που φέρουν οι κολώνες των κλιτών είναι του 6ου αιώνα και πάρθηκαν από υστερορωμαϊκό κτίριο, πιθανότατα της αρχαίας Νικόπολης, αυτό το αποδεικνύουν, τόσο η δυσαναλογία τους προς τους λεπτούς κορμούς των κιόνων, όσο και οι έξεργες ανάγλυφες παραστάσεις λαϊκών (δηλαδή χωρίς φωτοστέφανο) στα δύο κιονόκρανα της βόρειας κιονοστοιχίας. Απ’ το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο σώθηκαν μόνο δύο κομμάτια τα οποία είναι σήμερα εντειχισμένα όρθια στη θύρα της Πρόθεσης του νεότερου τέμπλου. Σε σχετικά καλή κατάσταση σώζεται το μαρμάρινο δάπεδο, του οποίου τα πιο αξιόλογα τμήματα είναι ένα ομφάλιο στο κεντρικό κλίτος και η βάση της παλιάς Αγίας Τράπεζας στην κόγχη του ιερού. Το ορθογώνιο ομφάλιο αποτελείται από δύο διακοσμημένα τμήματα (ένα κυκλικό κι ένα ορθογώνιο), κατασκευασμένα με ποικιλόχρωμα κομμάτια μαρμάρων και μικρέςψηφίδες.
Γραπτός διάκοσμος υπάρχει και στα τρία μέρη του ναού -εκτός από μερικές επιφάνειες που έχουν επιχρισθεί- αλλά δε διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, αφού ο ναός για αιώνες λειτουργούσε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως ενοριακός. Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη επιγραφών, καθιστά δύσκολη τη μελέτη αλλά και τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών. Απ’ τη μέχρι τώρα έρευνα έχουν βρεθεί δυο τοιχογραφικές στρώσεις στο Ιερό και στο μεσαίο κλίτος του κυρίως ναού, και άλλες δυο στο νάρθηκα οι οποίες όμως δε συμπίπτουν χρονικά, αλλά -κατά το Δ. Γιαννούλη- έγιναν σε τέσσερις φάσεις εικονογράφησης. Τμήματα τοιχογραφιών της α’. φάσης (περί τα μέσα του 13ου αιώνα) συναντούμε στα δύο αετώματα του κεντρικού κλίτους (μορφές προφητών) στην Πρόθεση και στο Διακονικό. Της β’. φάσης (τέλος του 13ου – αρχές 14ου αιώνα) είναι ελάχιστα τμήματα τοιχογραφιών του νάρθηκα – οι υπόλοιπες επιφάνειες έχουν επιχρισθεί ή έχουν επικαλυφθεί απ’ το δεύτερο ζωγραφικό στρώμμα- καθώς και οι τοιχογραφίες που υπήρχαν στην εξωτερική δυτική πλευρά του ναού και οι οποίες σήμερα δε διακρίνονται απ’ τις φθορές που έχουν υποστεί. Στην 3η φάση επιζωγραφήθηκε ο νάρθηκας, και είναι οι τοιχογραφίες που καλύπτουν σήμερα την ανατολική του κυρίως πλευρά και οι οποίες έχουν τη διάταξη εικονοστασίου του τέμπλου. Μια τοιχογραφία φέρει τη χρονολογία 1653 και με βάση αυτή μπορούμε να χρονολογήσουμε όλο το δεύτερο τοιχογραφικό στρώμα του νάρθηκα στο τέλος του 17ου αιώνα. Τέλος, της 4ης φάσης (18ος αιώνας) είναι όλος ο γραπτός διάκοσμος που καλύπτει σήμερα τους τοίχους του κεντρικού κλίτους και του Ιερού και διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Απ’ τα κειμήλια του ναού ενδιαφέρον παρουσιάζει μια φορητή εικόνα κρητικής σχολής του Χριστού ένθρονου με χρονολογία 1653, ένα ευαγγέλιο που φέρει κάλυμμα με θαυμάσια αργυρόχρυση διακόσμηση -έργο του Καλαρρυτιώτη αργυροχρυσοχόου του Αλή πασά Αθανασίου Τσιμούρη, του οποίου παρόμοιο έργο υπάρχει στους Καλαρρύτες και χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα- δύο ασημένιες με ωραιότατη ανάγλυφη διακόσμηση λάρνακες που περιέχουν τα λείψανα της Αγίας Θεοδώρας (η μικρότερη του 18ου και η μεγάλη του 19ου αιώνα), και φυσικά η μεγάλη αργυροεπένδυτη εικόνα της Αγίας, της οποίας δε γνωρίζουμε ούτε το ζωγράφο ούτε το χρόνο που φιλοτεχνήθηκε -εικάζεται ότι είναι έργο του τέλους του 17ου ή των αρχών του 18ου αιώνα – ενώ η άριστης τέχνης ασημένια επένδυση είναι έργο του Αρτινού αργυροχρυσοχόου Κ. Ζάγκλη (1889). Η ζωγραφική της εικόνας -εκτός απ’ την περιοχή του προσώπου – έγινε πάνω σε λεπτό στρώμα χρυσού, όπως αποκάλυψε ο καθηγητής κ. Δημήτρης Γιαννούλης όταν αφαίρεσε την ασημένια ανάγλυφη επένδυση για να καθαρίσει τη μεταγενέστερη ζωγραφική επικάλυψη του προσώπου της Αγίας.
Αριστερά της νότιας εισόδου του ναού βρίσκεται ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας, ο οποίος αποτελείται από δύο μέρη: το κύριο σώμα, δηλαδή τη σαρκοφάγο, και το πάνω από αυτή κιονοστήρικτο επιστύλιο. Ο τάφος διατηρεί την παλιά του θέση όχι όμως και την αρχική του μορφή, μετασκευάστηκε το 1873 όταν τελέσθηκε η ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας, οπότε ο τάφος πήρε τη σημερινή του όψη. Απ’ το πρωτόκολλο ανακομιδής μαθαίνουμε ότι κάτω απ’ το σημερινό μνήμα υπάρχει πλινθόκτιστος τάφος, στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκε το λείψανο της Αγίας. Για να ανοιχθεί αυτός ο τάφος χρειάσθηκε να διαλυθεί το μαρμάρινο εξωτερικό περίβλημα του. Μέσα στο διαλυμένο μνήμα βρέθηκαν σκόρπια σπασμένα μάρμαρα διακοσμημένα, στοιχείο που δείχνει ότι το αρχικό μνημείο καταστράφηκε από κάποιον ιερόσυλο τυμβωρύχο. Έτσι, η σημερινή μορφή του τάφου, είναι η τρίτη στη σειρά, ανασυγκροτήθηκε δε με τη χρήση παλιών κομματιών και τη συμπλήρωση τους με νέα. Παλιά κομμάτια είναι σίγουρα οι δύο ανάγλυφες πλάκες στις μακρές πλευρές του μνημείου, οι οποίες φέρουν τις εξής διακοσμήσεις: Στην πλάκα που βλέπει προς τον κυρίως ναό -και συγκεκριμένα στο τριγωνικό αέτωμα που επιστέφει ένα δίλοβο άνοιγμα-απεικονίζονται ρόδακες, ανθέμια και δύο αντωποί δράκοντες, η όλη σύνθεση και η τεχνοτροπία της προδίδουν δυτική επίδραση. Στην άλλη πλάκα που βλέπει προς το νάρθηκα, εικονίζεται η Αγία Θεοδώρα με το γιο της, το μικρό Νικηφόρο, στα δε άκρα παριστάνονται οι δύο Αρχάγγελοι που, όπως γνωρίζουμε, ήταν οι προστάτες των Κομνηνοδουκάδων δεσποτών της Άρτας. Η άποψη ότι οι δύο μορφές απεικονίζουν το βασιλικό ζεύγος, δεν είναι και τόσο λογικοφανής. Κατά τον Ορλάνδο οι συνθέσεις αυτές είναι του 13ου αιώνα, στην περίπτωση δε που απεικονίζεται το βασιλικό ζευγάρι, η γυναικεία φιγούρα έγινε ψηλότερη για να εξαρθεί το ηθικό ανάστημα της Αγίας… Αυτό λοιπόν είναι το ιερό σκήνωμα, όπου κοιμήθηκε ένδοξα “των βασιλίδων το κλέος και των ασκητριών το αγλάισμα”, η πολιούχος της Άρτας, η Αγία Θεοδώρα, της οποίας η μνήμη τιμάται με πάνδημη λιτανεία και εξαιρετική λαμπρότητα στις 11 Μαρτίου.
Συνοπτικός Βίος Αγίας Θεοδώρας της Βασιλίσσης Άρτης
Υπήρξε γόνος της μεγάλης και επιφανούς βυζαντινής οικογένειας των Πετραλύφα. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλύφας, που κατείχε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα και ήταν διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Στα χρόνια αυτά –περί το 1210– γεννήθηκε και η Θεοδώρα. Από τα παιδικά της χρόνια ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» από τους ενάρετους και ευλαβείς περί τα θεία γονείς της, οι οποίοι με την ορθόδοξη πίστη τους, το ταπεινό τους φρόνημα και τη μεγάλη τους φιλανθρωπία αποτέλεσαν για τη Θεοδώρα δυνατό παράδειγμα προς μίμηση.
Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμη ηλικία. Την προστασία της ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος, που στο μεταξύ είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του.
Ο Θεόδωρος πολεμώντας τους Βουλγάρους νικήθηκε και τυφλώθηκε από το βασιλιά τους Ασάν. Ο Ασάν κάλεσε από το Μωριά το νεαρό Μιχαήλ (ανεψιό του Θεόδωρου) ως νόμιμο διάδοχο, για να αναλάβει τη διοίκηση του κράτους που του άφησε ο πατέρας του Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός.
Ο Μιχαήλ πηγαίνοντας για την Άρτα περνά από τα Σέρβια της Κοζάνης, που ήταν τότε ισχυρό φρούριο και σημαντική στρατηγική θέση. Εκεί βλέπει τη νεαρή ήδη Θεοδώρα και εντυπωσιάζεται από την ωραιότητα και την ευγένεια της ψυχής και του σώματός της και θέλει να την παντρευτεί. Έτσι η Θεοδώρα και ο νεαρός Δούκας τελούν το γάμο τους με κάθε μεγαλοπρέπεια στα Σέρβια περί το 1230. Μετά από λίγο καιρό με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία έρχονται στην Άρτα, την οποία ο Μιχαήλ κάνει πρωτεύουσα του κράτους του και την οχυρώνει.
Νέα ζωή και νέα πορεία αρχίζει για το νεαρό ζευγάρι στην Άρτα. Ο Μιχαήλ ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρή Δούκαινα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Στη μεγάλη όμως και ένδοξη αυτή θέση, όπως μας λέγει ο βιογράφος της μοναχός Ιώβ «οὐ παρεσύρη τῇ δόξῃ, οὐχ ἑάλω τῇ νεότητι οὔτε μὴν πρὸς τρυφάς οἶδε κατασπαταλᾶν, ἀλλ΄οὐδὲ τῷ τῆς ἀρχῆς ὄγκῳ ἐπήρθη. Τῷ Θεῷ δὲ μᾶλλον ἔγνω προσκεῖσθαι καί ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι, σωφρόνως ζῆσαι, ταπεινοφροσύνην ἀσπαζομένη, ἀοργησίαν, ἀγάπην, πραότητα, συμπάθειάν τε καὶ ἐλεημοσύνην, ὡς ἄλλος, οὐδεὶς κατορθοῦσα καὶ τὸν Θεὸν ὁλοψύχως διὰ παντὸς θεραπεύουσα». Ο λύχνος τοποθετήθηκε στη λυχνία, με αποτέλεσμα να σκορπίζει σ ’ ὅλους τους κατοίκους και αγαπητούς της υπηκόους την αγάπη και την πίστη του Χριστού, που καθημερινά ζούσε και προσαύξανε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Τίποτε όμως στη ζωή αυτή δεν είναι σταθερό και μόνιμο. Οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού έμελλαν να είναι λίγες. Ο μισόκαλος διάβολος, φθονώντας την ευτυχία και την αρετή της Θεοδώρας, άρχισε να ρίχνει τα φαρμακερά του βέλη εναντίον της «θηλυμανίαις τὸν ἄνδρα καταμαλάξας, πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινότατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από την Αρτηνή αρχόντισσα, Γαγγρινή το όνομα. Αυτή κατορθώνει με μάγια να σκλαβώσει ψυχικά το Μιχαήλ και μίσος άσπονδο να βάλει στην καρδιά του εναντίον της συζύγου του.
Η Θεοδώρα «τούτοις γενναία τοῖς δεινοῖς ἐμπεσοῦσα, οὐκ ἐσαλεύθη ὅλως τὸν λογισμόν, οὐδὲ παρετράπη τῆς ἀγαθῆς πολιτείας. Ἀλλ΄ ὅλη ὡς ἀδάμας ἦν καρτεροῦσα καὶ τὸν Θεὸν θεραπεύουσα». Δεν κάμφτηκε, δεν λιγοψύχησε, αλλά τώρα φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακέραια πίστη της. Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ελπίδα στο Θεό, εγκαταλείπει τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με το πρωτότοκο παιδί της το Νικηφόρο (τον γέννησε στην εξορία) ταλαιπωρείται στα κρύα και στους καύσωνες, στην πείνα και στη δίψα. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς, αποφεύγοντας τη μανία του άνδρα της. Κι όμως έλαμπε η Θεοδώρα, έλαμπε η αγιότητά της περισσότερο, όπως το χρυσάφι, μέσα στο καμίνι της δοκιμασίας.
Ποτέ δε βγήκε από τα χείλη της τίποτε άπρεπο. Ούτε καταράστηκε κανένα, ούτε βαρυγκόμησε για ο,τιδήποτε. Μόνο προσευχόταν μακρόθυμα και στήριζε όλες της τις ελπίδες στο Θεό. Στη δοκιμασία της αυτή βρήκε λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένηστας. Μια μέρα, που μάζευε λάχανα να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, τη συναντά ο ιερέας και στην πολλή του επιμονή να μάθει ποιά είναι, του φανερώνεται και έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του.
Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής, τη διώχνουν από τα ανάκτορα. Ο Μιχαήλ δε «ἐν τῷ νῷ γενόμενος ἐνεσείσθη, τὴν μακαρίαν αὖθις ἠγάγετο».
Το μυαλό του βασιλιά ξεσκοτίζεται, βλέπει τη ζωή του, αηδιάζει την αμαρτία και αφού στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν τη νόμιμη γυναίκα του, υποδέχεται αυτήν στα ανάκτορα και στη ζωή του με λαμπρότητα, με μετάνοια και αγάπη.
Νέα ζωή ξαναρχίζει με έργα μετάνοιας για το Μιχαήλ και με απόφαση αγιότητας και για τους δύο. Η πόλη λαμπρύνεται με έργα πίστης –ναούς και μοναστήρια –και έργα φιλανθρωπίας για τον αγαπητό λαό της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στη ζωή, ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα. Όλη η ζωή κυλά μέσα στη χάρη του Θεού.
Όταν αργότερα, μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β΄ «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας» εκοιμήθη εν Κυρίω, «ἡ Θεοδώρα, τὸ τῶν μοναχῶν καὶ αὐτὴ περιβάλλεται σχῆμα. Καὶ χρόνοις ἐπιβιοῦσα, τὸν ναὸν μὲν παντοίως κατεκόσμει καὶ ἀναθήμασι καὶ σκεύεσι καὶ πέπλοις κατεκάλυνε». Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά την παράδοση η ίδια ίδρυσε. Εκεί δόθηκε ακόμη πιο πολύ «ψυχῇ τε καὶ σώματι» Σ ᾿Αυτὸν που από μικρή αγάπησε μ᾿ όλη της την καρδία.
Γι᾿αυτὸ το διάστημα της ζωής της γράφει ακόμη ο βιογράφος της μοναχός Ιώβ τα εξής: «Προσετίθει δὲ καὶ τῷ βίῳ, τοῖς πόνοις ἑαυτὴν ἐκγυμνάζουσα καὶ τὸν τῶν ἀρετῶν καρπὸν ἐπαύξουσα, ἀγρυπνίαις καὶ στάσεσι παννύχοις σχολάζουσα, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις προσομιλοῦσα, τὸ σῶμα νηστείαις κατατήκουσα καὶ πάσαις ταῖς ἀδελφαῖς ἀρραθύμως δουλεύουσα, ἀδικουμένων προϊσταμένη, ὀρφανῶν καὶ χηρῶν ἀντιλαμβανομένη, πτωχοῖς ἐπικυροῦσα, θλιβομένους παραμυθουμένη, καὶ πᾶσι γενομένη τὰ πάντα ἐν ταπεινώσει καρδίας».
Και ήρθε το τέλος της ζωής της ή μάλλον η αρχή της αληθινής της ζωής. Ο θάνατος για τους Αγίους δεν είναι το τέλος, είναι το «άγγισμα του Θεού», είναι η όντως ζωή μέσα στην ανέσπερη βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Η Οσία προγνωρίζει το τέλος της και με δάκρυα παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο να της δώσουν έξι μήνες παράταση ζωής «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν», όπως και έγινε. Όταν έφθασε η τελευταία ώρα επί της γης, αφού για τελευταία φορά συμβούλεψε τις αδελφές για το πως πρέπει να ζουν και να αγωνίζονται «ἐν ἁγίῳ πνεύματι», «χαίρουσα τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» πιθανόν κατά το 1280 σε ηλικία εβδομήντα περίπου ετών. Ετάφη στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου (σήμερα Αγίας Θεοδώρας), όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ο σεπτός της τάφος.
Πολλά τα θαύματα της Αγίας από τότε μέχρι σήμερα και μεγάλη η δόξα της «ἐπὶ γῆς καὶ ἐν οὐρανῷ». Δεν έπαψε ούτε μια στιγμή την ποικιλότροπη βοήθειά της στον αγαπητό της λαό, που είναι και πνευματικά της παιδιά.
Επειδή πολλοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των λειψάνων της Αγίας και υποστήριζαν ότι κλάπηκαν από τους Φράγκους (όπως συνέβη με πολλά ιερά λείψανα), ο τότε Μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ ο Βυζάντιος έδωσε εντολή να ανοιχθεί ο τάφος της. Έτσι στις 20 Μαρτίου του 1873, ημέρα Τρίτη και ώρα 1:30 πρωϊνή, αφού έψαλλαν την παράκληση της Αγίας ο ιερός κλήρος, ο ευσεβής λαός, οι επίτροποι του ναού, οι πρόκριτοι της Άρτας και οι πρόξενοι της Ρωσίας και της ελεύθερης Ελλάδας, με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Στέφανο Κλεόμβροτο (ο Μητροπολίτης Σεραφείμ απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξαν τον τάφο και με πολλή ευλάβεια συνέλεξαν τα ιερά και ευωδιάζοντα λείψανα της Οσίας. Αφού τα τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα, τα άφησαν για προσκύνημα στην ωραία πύλη του ναού και συνέχισαν ολονύκτια αγρυπνία προς τιμή της Αγίας και δοξολογία για τη μεγάλη δωρεά των λειψάνων της. Τα χαριτόβρυτα λείψανα της Αγίας αναδείχθησαν πηγή πολλών και μεγίστων θαυμάτων μέχρι σήμερα.
Μέχρι σήμερα η λαμπρότερη μέρα της πόλης μας είναι η μέρα γιορτής της Αγίας Θεοδώρας, η 11η Μαρτίου. Την Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, εορτάζει κατά παράδοση η μνήμη της Ανακομιδής των λειψάνων της Αγίας.
Όλοι οι Αρτινοί, αλλά και πολλοί Ηπειρώτες και Ακαρνάνες κατακλύζουν το ναό και την πόλη, για να προσκυνήσουν και να πάρουν τη χάρη και ευλογία της «μακαριωτάτης καὶ ἀοιδίμου» Οσίας μητρός ημών Θεοδώρας. Κεντρικό σημείο του εορτασμού αποτελεί η λιτάνευση των ιερών λειψάνων και της εικόνας της Αγίας. Με αυτήν την ακολουθία η Εκκλησία μας θέλει δύο πράγματα να υπενθυμίσει και στο σύγχρονο κόσμο: α) ότι οι Άγιοι δεν πεθαίνουν, αλλά ζουν ανάμεσά μας, στις πόλεις και στις γειτονιές μας, και δεν παύουν να πρεσβεύουν στον Κύριο για μας και να μας υπενθυμίζουν ότι και μεις πρέπει να γίνουμε Άγιοι, και β) ότι η πομπή που σχηματίζεται με τη λιτάνευση εικονίζει την πορεία της Εκκλησίας προς την Βασιλεία των Ουρανών, που όλοι πρέπει να ακολουθήσουμε. Τότε και η σύντομη πορεία της προσωπικής μας ζωής θα έχει αξία και σημασία, όταν ακριβώς ενταχθεί σ᾿αὐτὴν την πορεία της Νύμφης Εκκλησίας προς τον Νυμφίο Χριστό, έως την ημέρα τη μεγάλη και επιφανή της Δευτέρας και ένδοξου Παρουσίας Του.
Απολυτίκιο Αγίας Θεοδώρας της Βασιλίσσης Άρτης
Ήχος γ΄.
Των βασιλίδων το κλέος, ασκητριών τε αγλάϊσμα, της Ακαρνανίας το εύχος και ιαμάτων ρείθρον ακένωτον` των λυπουμένων και πτωχών την προστάτιν, την ακτίνος δίκην την Αιτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν` επώνυμον την όντως δωρεών των του Θεού, την πάνσεπτον και οσίαν Θεοδώραν την Βασίλισσαν, δεύτε οι Αρταίοι πάντες πιστώς συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν` αυτή γαρ αενάως υπέρ ημών ου παύει πρεσβεύουσα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Άρτης, Σύλλογος Φίλων και Βυζαντινού Ναού Αγίας Θεοδώρας
Τελευταία Ενημέρωση: 12 Οκτωβρίου 2023
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ