Περιγραφή
Η Αγία Αυλή
Πρόκειται περὶ τετραγωνικοῦ χώρου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἔμπροσθεν τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ πλευρὰν μήκους 20 μ. Παλαιότερον, ἡ Ἁγία Αὐλὴ ἐλειτουργοῦσε ὡς ἀγορὰ διὰ τὴν πώλησιν προϊόντων καὶ ἐνθυμίων. Σήμερον χρησιμοποιεῖται μόνο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων τὴν Μεγάλην Πέμπτην, διὰ τὴν τέλεσιν τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Νιπτῆρος καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, ὅπου καταλήγει ἡ πομπὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς πορείας τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἄρχεται ἐκ τοῦ Πραιτωρίου.
Ἀνατολικῶς τῆς Ἁγίας Αὐλῆς εὑρίσκεται τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἀβραάμ. Εἰς τὴν βορειοανατολικὴν γωνίαν τῆς Ἁγίας Αὐλῆς ὑπάρχει κλίμαξ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Ἐκ τῆς κλίμακος αὕτης ἀνῆλθε τὸ 629 μ.Χ. ὁ Ἡράκλειος μεταφέρων τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ ἐπιστρέφων νικητὴς ἐκ τῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τῶν Περσῶν. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς κλίμακος ὑπάρχει μικρὸς ναὸς τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία ἐνεποδίσθη ὑπὸ μίας ἀοράτου δυνάμεως νὰ εἰσέλθει ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῆς. Δυτικῶς τῆς Ἁγίας Αὐλῆς εὑρίσκεται ὁ Ἱερὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πρώτου Ἐπισκόπου τῶν Ἱεροσολύμων. Πλησίον τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου ὑπάρχει τὸ παρεκκλήσιον τῶν Μυροφόρων γυναικῶν καὶ βορειότερον εὑρίσκεται τὸ παρεκκλήσιον τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ὅπου φυλάσσονται τὰ ὀστᾶ τῶν Πατριαρχῶν τῶν Ἱεροσολύμων. Νοτίως τῆς Ἁγίας Αὐλῆς εὑρίσκεται τὸ Μετόχιον τῆς Γεθσημανῆ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐπιταφίου τῆς Θεοτόκου.
Η Αγία Πόρτα
Eἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως οἱ πιστοὶ εἰσέρχονται σήμερον ἀπὸ μίαν καὶ μοναδικὴν πύλην, ἡ ὁποία καλεῖται καὶ ἁγία Πόρτα. Αἱ διαστάσεις της εἶναι σχετικῶς μεγάλαι, καθὼς τὸ ὕψος της ὑπερβαίνει τὰ πέντε μέτρα καὶ τὸ πλάτος της τὰ τρία. Τὰ δύο θυραῖα φύλλα εἶναι κατεσκευασμένα ἀπὸ ξύλον κυπαρισσιοῦ καὶ καρυδιᾶς, καὶ ὑποστηρίζονται ἐσωτερικῶς μὲ σιδερένιας πλάκας. Ἐπάνω εἰς τὰ δύο ἀρχαῖα ρόπτρα της εἶναι χαραγμέναι ἀραβικαὶ ἐπιγραφαί. Εἰς τὸ δεξιὸν ρόπτρον σημειώνεται: «Ἀπόλαυσε τὸν πόθον σου, προσκυνητά. Εἴσελθε εἰς τὴν χαράν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν πολύφωτον οὐρανόν… μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν». Εἰς τὸ ἀριστερὸν ἀναγράφεται: «Εἰσέλθετε, ὦ ξένοι, εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν τάφον τῆς ζωῆς, ὅπου κατοικεῖ ἡ χάρις καὶ ἐπιπολάζει τὸ εὐλογημένον φῶς». Μετὰ τὴν εἴσοδον αὐτὴν καὶ πρὸς τὴν ἀνατολικὴν κατεύθυνσιν ὑπάρχει ἄλλη μία, πανομοιότυπη, ἡ ὁποία ἐκλείσθη τὸ 1187. Αἱ δύο αὐταὶ εἴσοδοι ἀποτελοῦν τὸ σύμπλεγμα τῶν πυλῶν τοῦ Ναοῦ καὶ πλαισιώνονται ἀπὸ ἕνδεκα κίονας λευκοῦ καὶ πρασινωποῦ μαρμάρου, οἱ ὁποῖοι ἀπολήγουν εἰς κορινθιακοῦ τύπου κιονόκρανα. Εἰς τὸ ἡμικυκλικὸν τύμπανον, ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἁγίαν Πόρτα, ὑπῆρχαν ἄλλοτε ἀνάγλυφαι παραστάσεις μὲ τὴν Ἔγερσιν τοῦ Λαζάρου, τὴν Βαϊοφόρον, τὸν ἱερὸν Νιπτήρα καὶ τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον, αἱ ὁποῖαι σήμερον φυλάσσονται εἰς τὸ Μουσεῖον Ροκφέλερ τῆς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ ἀντίστοιχον τύμπανον τῆς κλειστῆς πλέον εἰσόδου ἦσαν τοποθετημένα ἐμβλήματα, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπῆρχε ἄλλοτε ἡ χρυσεπένδυτος εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὸν βίον τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἐσώζετο μέχρι τὸ 1801.
Πρὶν εἰσέλθῃ τὶς εἰς τὸν Ναόν, ἐξ ἀριστερῶν παρατηρεῖ τὸν μεσαῖον κίονα μὲ τὴν μεγάλην σχισμὴν εἰς τὸ κάτω μέρος. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, τὸ 1580, ὅταν ὁ Μουρὰτ Γ’ παρεχώρησε μὲ δωροδοκίαν εἰς τοὺς Ἀρμενίους τὸ δικαίωμα τῆς τελετῆς τοῦ ἁγίου Φωτός, οἱ Ὀρθόδοξοι συνεκεντρώθησαν εἰς τὴν ἁγίαν Αὐλήν, ὅπου καὶ ἀνέμενον τὴν ἔκβασιν τῶν γεγονότων. Παρὰ τὰς ἀπέλπιδας προσπαθείας τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου, τὸ ἅγιον Φῶς δὲν ἔλαμψεν εἰς τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον ἢ εἰς ἄλλον σημεῖον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ. Ἀντιθέτως, ἡ μαρμάρινος κολώνα ἐσχίσθη καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔλαβαν οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ ἅγιον Φῶς. Ὁ ἐμίρης Τοῦνομ, αὐτόπτης μάρτυς τοῦ θαύματος, ἐντυπωσιάσθη καὶ ἀνεφώνησε: “μεγάλη ἡ πίστις τῶν Ἑλλήνων”, φράσις ἡ ὁποία τοῦ ἐστοίχισεν τὴν ζωήν. Ὅταν ὁ σουλτάνος ἐπληροφορήθη τὸ θαῦμα, ἐξέδωσεν φιρμάνιον καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα διὰ τὴν λήψιν τοῦ ἁγίου Φωτὸς εἰς τὸν Ἑλληνορθόδοξον Πατριάρχην. Οἱ Ἀρμένιοι, βεβαίως, διασώζουν ἰδικήν τους ἐκδοχὴν διὰ τὴν μεγάλην σχισμὴν τοῦ κίονος, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν πτωχοὶ προσκυνηταί, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχον χρήματα νὰ πληρώσουν τὸ ἐπιβεβλημένον «δόσιμον», ἔμεινον ἔξωθεν τοῦ Ναοῦ. Ἡ Θεία Πρόνοια ὅμως ἐμερίμνησε καὶ δι’ αὐτούς, καθὼς τὸ ἅγιον Φῶς ἐνεφανίσθη καὶ εἰς αὐτοὺς μέσα ἀπὸ τὴν σχισμὴν τοῦ κίονος.
Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός, ἡ ἁγία Πόρτα παραμένει κλειστὴ καὶ τὰς κλείδας κρατοῦν μὲ κληρονομικὸν δικαίωμα θυρωροὶ Μουσουλμάνοι ἀπὸ συγκεκριμένην οἰκογένειαν. Κάθε φορὰ ὅπου τὶς Ὁμολογία θέλει νὰ ἀνοίξῃ τὴν πύλην διὰ τελετουργικοὺς ἢ διὰ ἂλλους λόγους, εἰδοποιεῖ τὸν θυρωρόν. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν θύραν καὶ τὴν φυλάσσει μέχρι τὸ πέρας τῶν τελετῶν, ὁπότε τὴν κλείνει καὶ ἀποχωρεῖ. Διὰ τὸ ἐπίσημον ὅμως ἄνοιγμα καὶ κλείσιμον τῆς πύλης τοῦ Ναοῦ ἔχει διαμορφωθεῖ ἰδιαίτερον τελετουργικόν, εἰς τὸ ὁποῖον ἀπαραίτητη εἶναι καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἕλληνος πορτάρου.
Ἡ σχισμένη καί μαυρισμένη κολόνα
Τὸ Πάσχα τοῦ 1549 μ.Χ. οἱ Ἀρμένιοι κατώρθωσαν νὰ δωροδοκήσουν τὸν Τοῦρκον Διοικητήν, καὶ νὰ ἐκδώσῃ ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν πρὸς τὸν Ἕλληνα–Ὀρθόδοξον Πατριάρχην Σωφρόνιον Δ΄, ὥστε νὰ μὴν ἔχει πρόσβασιν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ διὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἁγίου Φωτός. Οἱ φρουροὶ ἔκλεισαν τὴν Ἁγίαν Πόρτα καὶ ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄ μὲ τὸ ἱερατεῖον καὶ τοὺς πιστούς του παρέμειναν ἔξω προσευχόμενοι, ἀναμένοντες τὴν ἔκβασιν τῶν γεγονότων. Πράγματι ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἄμεσος. Παρὰ τὰς ἀπέλπιδας προσπαθείας τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου, τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἔλαμψε εἰς τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον ἢ εἰς ἄλλον σημεῖον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ. Τὸ Ἅγιον Φῶς ἐξῆλθε διαπερνὸν τὴν Κολόναν, ἡ ὁποία μέχρι σήμερον φαίνεται σχισμένη καὶ μαυρισμένη, καὶ πρὸς μεγάλην κατάπληξιν ἤναψαν τὰ κεριά, τὰ ὁποῖα ἐκρατοῦσε εἰς τὰς χεῖρας του ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης. Εἰς τὴν συνέχειαν ὁ Πατριάρχης ἔδωσε τὸ Ἅγιον Φῶς εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν αὐλήν, ἐνῶ ὁ Ἀρμένιος ἔφυγε ντροπιασμένος. Τὸ ἀξιοθαύμαστον γεγονὸς ἐμαρτύρησε ὁ Ἐμίρης Τοῦνομ, ὁ ὁποῖος ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦτο φρουρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόρτα. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψῃ καὶ νὰ γίνῃ Χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι τὸν σκότωσαν διὰ νὰ μὴν μαθευθῇ τὸ γεγονός. Συμφώνως πρὸς ἄλλην ἐκδοχήν, ὅταν ἀντελήφθη τὸ θαῦμα ἀνεφώνησε πρὸς τοὺς συγκεντρωμένους: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις». Οἱ Τοῦρκοι διὰ τὴν ἀλλαξοπιστίαν του τὸν ἔκαψαν ζωντανόν. Τὰ ὀστᾶ του σήμερον φυλάσσονται εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς. Ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθη τὸ θαῦμα, ἐξέδωσε φιρμάνιον καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα διὰ τὴν λῆψιν τοῦ Ἁγίου Φωτὸς εἰς τὸν Ἑλληνορθόδοξον Πατριάρχην.
Η Αγία Αποκαθήλωσις
Τὸ πρῶτον προσκύνημα τό ὁποῖον συναντοῦν οἱ προσκυνηταὶ εἰσερχόμενοι εἰς τόν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ἡ ἁγία Ἀποκαθήλωσις, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἔναντι τῆς πύλης τοῦ Ναοῦ. Ἡ σημερινή της μορφὴ ἀποτελεῖ νεωτέραν κατασκευὴν καὶ ὀφείλεται εἰς τὰς ἀνακαινιστικὰς ἐργασίας τοῦ 1810. Τὸ ἱερὸν αὐτὸ προσκύνημα ἀποτελεῖται ἀπὸ φυσικὸν βράχον, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τὸν καθηγιασμένον λίθον τοῦ Μυρισμοῦ. Κατὰ τὴν παράδοσιν, τμῆμα τοῦ ἀρχικοῦ βράχου μετεφέρθη εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Μανουὴλ Α’ ὁ Κομνηνὸς τὸ ἐναπέθεσεν ἀρχικῶς εἰς τὸ ἱερὸν παλάτιον καὶ εἰς τὴν συνέχειαν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος, πλησίον τοῦ ταφικοῦ του μνημείου.
Τὸ ἱερὸν προσκύνημα εἶναι σήμερον κεκαλυμμένον ἀπὸ λευκοπόρφυρον μάρμαρον, τὸ ὁποῖον χρησιμεύει ὄχι μόνον διὰ διακόσμησιν, ἀλλὰ καὶ διὰ προφύλαξιν ἀπὸ τὴν συνήθειαν τῶν προσκυνητῶν νὰ ἀποσποῦν τεμάχιά του διὰ φυλακτὰ καὶ ἐνθύμια. Τὸ ἱερὸν αὐτὸ μάρμαρον, τραπεζιοειδοῦς σχήματος, ἔχει μῆκος πέντε μέτρα καὶ ἑβδομήκοντα ἑκατοστὰ καὶ ἐξέχει ἀπὸ τὸ ἔδαφος τριάκοντα ἑκατοστά. Τὸ παλαιότερον ἀντίστοιχον μάρμαρον κατεστράφη, ὅταν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πυρκαγιᾶς τοῦ 1810, εἷς κιονίσκος κατέπεσε καὶ τὸ συνέτριψε.
Ἡ ἁγία Ἀποκαθήλωσις συνδέεται μὲ τὴν γνωστὴν εὐαγγελικὴν διήγησιν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, μὲ ἄδειαν τοῦ Ποντίου Πιλάτου, ἀποκαθήλωσαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Σταυρόν, τὸ ἤλειψαν μὲ ἀρώματα καὶ τὸ ἐναπέθεσαν εἰς «καινὸν μνημεῖον» (Ματθ. κη’, 57-61. Μάρκ. ιε’, 42-47. Λουκ. κγ’, 50-55. Ἰω. ιθ’, 38-42). Τὴν σύνδεσιν αὐτὴν ὑπενθυμίζει καὶ ἡ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία διατρέχει ἐξωτερικῶς τὰς τέσσαρας πλευρὰς τοῦ μνημείου: Ο ΕΥΣΧΗΜΩΝ ΙΩΣΗΦ ΑΠΟ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΚΑΘΕΛΩΝ ΤΟ ΑΧΡΑΝΤΟΝ ΣΟΥ ΣΩΜΑ ΣΙΝΔΟΝΙ ΚΑΘΑΡΑ ΕΙΛΗΣΑΣ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΣΙΝ ΕΝ ΜΝΗΜΑΤΙ ΚΑΙΝῼ ΚΗΔΕΥΣΑΣ ΑΠΕΘΕΤΟ.
Πρὸς τὴν βόρειον πλευράν του καὶ ἐπάνω εἰς τὸν τοῖχον ὁ ὁποῖος συμπίπτει μὲ τὴν νότιαν πλευρὰν τοῦ Καθολικοῦ, ὑπῆρχαν ἄλλοτε εἰκόνες μὲ τὴν παράστασιν τῆς Ἀποκαθηλώσεως. Ἀπὸ τὸ 1993 ὃμως μὲ τὴν μέριμναν τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου, ἡ πλευρὰ αὐτὴ ἔχει ἐξωραϊσθεῖ μὲ ψηφιδωτὴν σύνθεσιν, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὴν Ἀποκαθήλωσιν, τὸν Ἐπιτάφιον Μυρισμὸν καὶ τὸν Ἐνταφιασμὸν τοῦ Χριστοῦ. Τὴν σχετικὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴν μὲ τὴν διήγησιν τῆς Ἀποκαθηλώσεως ὑπενθυμίζει μαρμάρινος πλὰξ εἰς τὸν ἀνατολικὸν τοῖχον, ἡ ὁποία φιλοξενεῖ τὸ ἀντίστοιχον κείμενον.
Εἰς τὸ προσκύνημα αὐτὸ ἔχουν δικαιώματα καὶ αἱ τρεῖς Κοινότηται, τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν Λατίνων καὶ τῶν Ἀρμενίων. Τὰ ἓξ μανουάλια, ἀνὰ τρία εὑρίσκονται ἑκατέρωθεν τοῦ μαρμάρου τῆς Ἀποκαθηλώσεως καὶ ἀνήκουν ἀνὰ δύο εἰς τὰς τρεῖς Κοινότητας, ἐνῶ παλαιότερον εἰς τὴν ἰδὶαν θέσιν ὑπῆρχον καὶ ἄλλα ἓξ μεγαλύτερα εἰς μέγεθος μὲ αντίστοιχον κατανομήν, δύο μεγάλα καὶ δύο μικρὰ ἀνὰ κοινότητα. Τέλος, ἀπὸ τὰς ὀκτὼ κανδῆλας, αἱ ὁποῖαι κρέμονται ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἱερὸν προσκύνημα, αἱ τέσσαρες ἀνήκουν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, αἱ δύο εἰς τοὺς Ἀρμενίους καὶ ἀπὸ μία εἰς τοὺς Λατίνους καὶ εἰς τοὺς Κόπτας.
Ο Φρικτός Γολγοθάς
Ἡ συγκλονιστικοτέρα ἐμπειρία διὰ κάθε προσκυνητήν, ὁ ὁποῖος προσέρχεται εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἄνοδός του εἰς τὸν λεγόμενον “Κρανίου Τόπον”, ὃ λέγεται Ἑβραϊστὶ “Γολγοθᾶ” (Ἰω. ιθ’, 17), ὅπου συνετελέσθη τὸ μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ ἐσφραγίσθη ἡ καινὴ διαθήκη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, τὸ ὁποῖον ἀπέπλυνε ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου τὸ ἀνθρώπινον γένος.
Ἀρχικῶς, ὁ λόφος τοῦ Γολγοθᾶ συμπεριελαμβάνετο εἰς τὴν νότιον γωνίαν τοῦ ἐσωτερικοῦ αἰθρίου τοῦ συγκροτήματος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὅπου εἶχε τοποθετηθεῖ μέγας χρυσοῦς διάλιθος σταυρὸς εἰς ἀνάμνησιν τοῦ κοσμοσωτηρίου γεγονότος. Ὁ σταυρὸς αὐτὸς συμφώνως πρὸς τὰς πηγὰς ἀποτελοῦσε ἀφιέρωμα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (420). Κατὰ μαρτυρίαν ὅμως τοῦ ἀνωνύμου προσκυνητοῦ τῆς Πλακεντίας, ὁ σταυρὸς αὐτὸς τὸ 570 ἵστατο εἰς ἀνοικτὸν βράχον καὶ περιεβάλλετο ἀπὸ ἀργυρεπίχρυσα κιγκλιδώματα. Κατὰ τὴν ἀνακαίνισιν τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Μόδεστον, ἐκτίσθη ἐπάνω ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ στέγαστρον διὰ πρώτην φοράν, τὸ ὁποῖον διετηρήθη μέχρι καὶ τὸν 11οναἰώνα, ὁπότε καὶ ὑψώθη τοῖχος εἰς τὴν ἀνατολικήν του πλευράν. Τὴν ἐποχὴν τῶν Σταυροφόρων ἠνοίχθη εἴσοδος πρὸς τὸν νότον, ἡ ὁποία σήμερον ἔχει μετατραπεῖ εἰς παράθυρον. Τότε, διεμορφώθησαν δύο παράλληλα ἐπιμήκη ἁψιδωτὰ παρεκκλήσια μὲ σταυροθόλια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ βόρειον ἀνήκει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ τὸ νότιον ἔχει περιέλθει εἰς τὴν κατοχὴν τῶν Λατίνων.
Ὁ βράχος τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ, ὁ ὁποῖος σήμερον ἔχει καλυφθεῖ μὲ μαρμάρινον ἐπένδυσιν, εὑρίσκεται εἰς τὴν νοτιοανατολικὴν πλευρὰν τοῦ Καθολικοῦ, ἀνατολικῶς τῆς Ἀποκαθηλώσεως, καὶ ὑψώνεται τέσσαρα καὶ ἥμισυ περίπου μέτρα ἀπὸ τὸ δάπεδον τοῦ Ναοῦ. Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν ὁδηγοῦν τέσσαρες κλίμακες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη εὑρίσκεται ἀνατολικῶς τῆς Ἁγίας Πόρτας, ἡ δευτέρα ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ Καθολικοῦ, ἡ τρίτη ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἱερὸν Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ καὶ ἡ τελευταία ἀπὸ τὰ νοτιοανατολικὰ δώματα τοῦ συγκροτήματος.
Τὸ Ὀρθόδοξον παρεκκλήσιον διακρίνεται διὰ τὴν ἐξαιρετικὴν διακόσμησιν καὶ τὴν ἐπιβλητικότητά του. Εἰς τὴν ἀνατολικήν του πλευρὰν καὶ ὑπό τῆς ἁγίας Τραπέζης διακρίνεται εἰς τὸν βράχον κυκλικὸν ἄνοιγμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐστήθη ὁ Σταυρὸς τοῦ μαρτυρίου. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ καλύπτεται μὲ ἀσπιδόμορφον ἀργυροῦν δίσκον, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἔχουν ἀποτυπωθεῖ πέντε σκηναὶ ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὀπὴν ἔχει τοποθετηθεῖ μαρμάρινος ἁγία Τράπεζα μὲ ἐγχαραγμένην τὴν ἐπιγραφήν: ΘΕΟΡΡΥΤΩ ΑΙΜΑΤΙ ΚΕΝΩΘΕΝΤΙ ΔΕΣΠΟΤΑ ΧΡΙΣΤΕ ΕΚ ΤΗΣ ΣΗΣ ΑΧΡΑΝΤΟΥ ΠΛΕΥΡΑΣ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΘΥΣΙΑ ΜΕΝ ΠΕΠΑΥΤΑΙ ΕΙΔΩΛΙΚΗ ΠΑΣΑ ΔΕ Η ΓΗ ΣΟΥ ΤΗΣ ΑΙΝΕΣΕΩΣ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝ.
Ὀπίσω ἀπὸ τὴν ἁγίαν Τραπέζαν ἔχει τοποθετηθεῖ μέγας σταυρός, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι προσηλωμένος ὁ Ἐσταυρωμένος, δορυφορούμενος ἀπὸ τὴν Θεοτόκον καὶ τὸν Ἰωάννην. Βορείως τῆς ἁγίας Τραπέζης σχηματίζεται κιονοστήρικτος, μὲ τὴν μορφὴν κιβωρίου, Πρόθεσις μὲ τὴν ἐπιγραφήν: ΣΩΤΗΡΙΑΝ ΕΙΡΓΑΣΩ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΓΗΣ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΑΣ ΑΧΡΑΝΤΟΥΣ ΧΕΙΡΑΣ ΕΞΕΤΕΙΝΑΣ.
Τὸ παρεκκλήσιον τῶν Λατίνων εἶναι, συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, ὁ τόπος τῆς προσηλώσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν. Εἰς τὴν ἀνατολικήν του πλευρὰν ὑψώνεται ἀργυροῦν ἀλτάριον, ὀπίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖον ψηφιδωτὴ παράστασις ἐξιστορεῖ τὸ φρικτὸν γεγονός. Μικρότερον ἀλτάριον ὑψώνεται ἐξ ἀριστερῶν τοῦ κεντρικοῦ μὲ ὁλόγλυφον εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δέχεται τὸ πλῆγμα τῆς ρομφαίας, συμφώνως πρὸς τὸ εὐαγγελικὸν χωρίον: “καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία” (Λουκ. β’, 35).
Εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευράν, ἀνάμεσον τοῦ Ὀρθοδόξου καὶ τοῦ Λατινικοῦ προσκυνήματος, σώζεται ρωγμὴ εἰς τὸν βράχον τοῦ Γολγοθᾶ, ἡ ὁποία συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν ἐσχηματίσθη ἀπὸ τὸν σεισμὸν κατὰ τὴν ὥραν τῆς Σταυρώσεως.
Το ιερὸν Κουβούκλιον
Τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον, τὸ ὁποῖον ὑψώνεται εἰς τὸν τόπον τοῦ Τάφου τοῦ Χριστοῦ, εὑρίσκεται δυτικῶς τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ καταλαμβάνει τμῆμα τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς Ροτόντας. Ὁ ἀρχικὸς Τάφος εἶχε, προφανῶς, τὴν μορφὴν τῶν ἰουδαϊκῶν λαξευμένων εἰς βράχον ταφικῶν μνημείων. Μετὰ ὅμως τὴν ἀνακάλυψίν του ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, ὁ βράχος αὐτὸς διεμορφώθη ἀναλόγως καὶ τὸ μνημεῖον ἔμεινεν ἐλεύθερον. Ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει ὅτι ὁ Πανάγιος Τάφος ἦτο διακεκοσμημένος μὲ ὡραιοτάτους κίονας, ἀλλὰ δὲν κάνει λόγον διὰ κλειστὸν οἰκοδόμημα. Ἀντιθέτως, συμφώνως πρὸς τὴν Αἰθερίαν, ὁ Πανάγιος Τάφος εὐρίσκετο ἤδη ἐντὸς κλειστοῦ οἰκοδομήματος, ἐνῶ μεταγενέστεραι μαρτυρίαι παραδίδουν ὅτι εἰς τὴν ἀρχικήν του μορφὴν ἦτο ἐλεύθερον μνημεῖον μὲ ὀκταγωνικὸν ἐπίστεψην, τό ὁποῖον εἶχε προκύψει ἀπὸ τὴν ἀπολάξευσιν τοῦ βράχου.
Ἀπὸ τὰς περιγραφὰς τοῦ ἀνωνύμου προσκυνητοῦ τῆς Πλακεντίας (περ. 570 μ.Χ.) καὶ τοῦ Ἀρκούλφου (679-688 μ.Χ.) συνάγεται ὅτι ὁ Πανάγιος Τάφος, ἀρχικῶς, ἦτο λαξευμένος εἰς μονόλιθον, περίκλειστος μὲ δακτυλιόσχημον τοῖχον, εἰς τὸ μέσον μεγάλου πλατώματος καὶ ἐστεγάζετο μὲ κιβώριον ὑποβασταζόμενον ἀπὸ κιονίσκους. Μὲ τὴν μορφὴν αὐτὴν διετηρήθη μέχρι τὴν μεγάλην καταστροφὴν τοῦ Ναοῦ ὑπὸ τοῦ Ἂλ Χακήμ (1009-1012 μ.Χ.), ὅταν ὁ βράχος ἰσοπεδώθη καὶ τὸ οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον τὸν περιέκλειε, κατεστράφη ὁλοσχερῶς. Μὲ τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ Ναοῦ, ἐπὶ Κωνσταντίνου Θ’ τοῦ Μονομάχου (1042-1048 μ.Χ.), ὁ Πανάγιος Τάφος περιεκλείσθη πλέον ἐντὸς νέου οἰκοδομήματος. Τότε ἔλαβεν τὴν μορφὴν ἐπιμήκους μαυσωλείου, τὸ ὁποῖον διευρύνετο δυτικῶς ὡς πολυγωνικὸν ἡμικύκλιον καὶ περιεβάλλετο ἀπὸ κιονίσκους, προσκεκολλημένους εἰς τοὺς κλειστοὺς τοίχους. Τὴν σημερινήν του μορφὴν τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον ἔλαβεν τὸ 1810, ὅπως ἐπιμαρτυρεῖ ἀνάγλυφος ἐπιγραφὴ εἰς τὴν πρόσοψίν του: ΑΝΩΚΟΔΟΜΗΘΗ ΤΟ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ ΟΛΟΝ ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΔΙ’ ΕΛΕΟΥΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ, ΑΩΙ’: ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟΝ.
Ἡ κατασκευὴ αὐτὴ ἀντικατέστησεν παλαιοτέραν, ἡ ὁποία κατεστράφη ὑπὸ τῆς πυρκαγιᾶς τοῦ 1808, ὁπότε καὶ τὸ μνημεῖον ὲπενεδύθη μὲ πλάκας ἀπὸ τοπικὸν ἐρυθρόλευκον λίθον. Τὸ ὅλον οἰκοδόμημα περιβάλλεται ἀπὸ κιονίσκους καὶ ψευδοπεσσούς, οἱ ὁποῖοι διαμορφώνουν ἀντιστοίχους ἁψίδας μὲ ἁπλὰ διακοσμητικὰ στοιχεῖα, καὶ φέρει πλούσιον γλυπτὸν διάκοσμον τόσο ἐξωτερικῶς, ὅσο καὶ ἐσωτερικῶς.
Ἡ πρόσοψις τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου διαμορφώνεται εἰς τὴν ἀνατολικήν του πλευράν, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ μοναδικὴ εἴσοδος. Παλαιότερον ἡ εἴσοδος αὐτὴ διέθετε ξυλίνην θύραν, διακεκοσμημένην μὲ σεντέφι, ἡ ὁποία ἐσώθη ἀπὸ τὴν μεγάλην πυρκαγιὰν τοῦ 1808 καὶ σήμερον φυλάσσεται εἰς τὸ Πατριαρχικὸν Μουσεῖον. Ἡ νεωτέρα θύρα φέρει ἀργυρᾶ ρόπτρα, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναγράφεται ἡ μικρογράμματος ἐπιγραφή: Κύριε ἄνοιξον ἡμῖν τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου (ἐκ δεξιῶν), καὶ ἐπίβλεψον ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου (ἐξ ἀριστερῶν). Εἰς τὸ κατώφλι τῆς θύρας ἔχει χαραχθεῖ ἐπιγραφὴ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιτέκτονος: ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ Χ:ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΚΑΛΦΑ, ΑΩΙ’.
Ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου τοῦ Κουβουκλίου εὑρίσκονται δύο ἐντυπωσιακὰ μαρμάρινα μανουάλια, τὰ ὁποῖα φέρουν τὴν ἐπιγραφήν: ΚΤΗΜΑ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΩ, ΧΡΙΣΤΩ, ΤΩΝ / ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ . Προφανῶς, ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται μόνο εἰς τὰ μανουάλια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ δήλωσιν τῆς κυριότητος τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων, τῶν ἀποκλειστικῶν ἀνακαινιστῶν καὶ πραγματικῶν κυριάρχων τοῦ προσκυνήματος. Σήμερον, ὁ προσκυνητὴς ἀντικρίζει συνολικῶς δώδεκα μανουάλια, ἓξ μεγάλα καὶ ἓξ μικρότερα, τὰ ὁποῖα ἰσομερῶς ἀνήκουν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, εἰς τοὺς Λατίνους καὶ εἰς τοὺς Ἀρμενίους.
Ἡ πρόσοψις τοῦ Κουβουκλίου κοσμεῖται ἀπὸ τέσσαρας στρεπτοὺς μονολιθικοὺς κιονίσκους ἀπὸ πορφυρόλευκον μάρμαρον, οἱ ὁποῖοι ἐπιστέφονται ἀπὸ κιονόκρανα κορινθιακοῦ τύπου. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδον τοῦ μνημείου εἰκονίζεται ἀνάγλυφος ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία φέρει ἀργυρεπίχρυσον ἐπένδυσιν. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν παράστασιν αὐτὴ σχηματίζεται ἀνοικτὸν ἐνεπίγραφον εἰλητάριον μὲ τὴν ἐπιγραφήν: Τῼ ΖΩΟΔΟΧῼ ΣΟΥ ΤΑΦῼ ΠΑΡΕΣΤΩΤΕΣ ΟΙ ΑΝΑΞΙΟΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝ Τῌ ΑΦΑΤῼ ΣΟΥ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙᾼ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ. Παρόμοιον εἰλητάριον, ἀλλὰ μικροτέρων διαστάσεων, ἔχει λαξευθεῖ εἰς τὸ κάτω μέρος τῆς παραστάσεως καὶ φέρει τὴν ἐπιγραφήν: ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΕΑΣΑΜΕΝΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ ΑΓΙΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΙΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΝ. Ἔμπροσθεν τῆς ἀναγλύφου εἰκόνος τῆς Ἀναστάσεως καίουν δώδεκα κανδῆλαι μὲ μέριμναν καὶ εὐθύνην τῶν Ὀρθοδόξων, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνήκει καὶ μία μεγαλυτέρων διαστάσεων, ἡ ὁποία καίει ἐνώπιον τοῦ ὅλου μνημείου.
Εἰς τὸ μέσον τῆς προσόψεως τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου καὶ ἄνωθεν τῶν κανδηλῶν, ὑπάρχει βασιλικὸν στέμμα, τὸ ὁποῖον ὑποβαστάζεται ὑπὸ δύο ἀγγελικῶν μορφῶν. Εἰς τὸ ἴδιον ἐπίπεδον, ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν, ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ ὁμοιόμορφα ὀρθογώνια, μὲ ἀποτιμήσεις, πλαίσια, τὰ ὁποῖα φέρουν τὰς ἐπιγραφὰς: ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΤΟ ΖΩΟΔΟΧΟΝ ΜΝΗΜΑ ΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΩΜΕΝ· ΤΕΘΑΠΤΑΙ ΓΑΡ ΕΝ ΣΟΙ ΚΑΙ ΕΓΗΓΕΡΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝΤΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ // ΟΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΤΗΝ ΕΓΕΡΣΙΝ ΑΘΕΤΗΣΑΝΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΣΕΛΘΟΝΤΕΣ ΜΝΗΜΑ ΔΙΔΑΧΘΗΤΕ ΟΤΙ ΝΕΝΕΚΡΩΤΑΙ ΚΑΙ ΕΓΗΓΕΡΤΑΙ ΠΑΛΙΝ Η ΣΑΡΞ ΤΟΥ ΖΩΟΔΟΤΟΥ ΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΙΝ ΕΣΧΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΝ ΕΛΠΙΖΟΜΕΝ. Ἀντιστοίχως τῶν ὑπολοίπων τριῶν πλευρῶν τοῦ Κουβουκλίου κοσμοῦν ἁπλὰ ὀρθογώνια πλαίσια, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναγράφεται συνεχὴς μεγαλογράμματος ἐπιγραφὴ: ΑΙΝΕΣΑΤΩΣΑΝ ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΛΑΟΙ ΧΡΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΔΙ’ ΗΜΑΣ ΣΤΑΥΡΟΝ ΥΠΟΜΕΙΝΑΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝ Τῼ ΑΔῌ ΤΡΙΗΜΕΡΕΥΣΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΤΩΣΑΝ ΑΥΤΟΥ ΤΗΝ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΔΙ’ ΗΣ ΠΕΦΩΤΙΣΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΕΡΑΤΑ.
Τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Κουβουκλίου περιφράσσει διακοσμητικὸν στηθαῖον μὲ μικροὺς πεσσοὺς καὶ κιονίσκους. Εἰς τὴν κλεῖδαν τοῦ στηθαίου ἀπεικονίζεται ἀνάγλυφος ὀφθαλμός, ὃς “τὰ πάνθ’ ὁρᾷ”, ἐνῶ ἐντυπωσιακὸν ἀνθέμιον κοσμεῖ τὴν βάσιν του. Τὸ στηθαῖον ἑδράζεται εἰς στεφάνην, εἰς τὴν ὁποίαν διαμορφώνονται τὰ κιονόκρανα τῶν ἀναγλύφων ψευδοπεσσῶν τῆς ὀρθομαρμαρώσεως. Τὸ ὅλον οἰκοδόμημα ἐπιστέφει μολύβδινος διπλῆς καμπυλότητος τροῦλλος, ό ὁποῖος ὑποβαστάζεται ὑπὸ στηθαίου μὲ κιονίσκους καὶ πεσσούς, τὸ ὁποῖον μὲ τὴν σειράν του ἑδράζεται εἰς ὑψηλὴν ἁψιδωτὴν στεφάνην.
Εἰς τὴν πρόσοψιν τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου ἔχουν γίνει δύο προσθῆκαι ὑπὸ τῶν Λατίνων καὶ τῶν Ἀρμενίων, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἔχουν δικαιώματα εἰς τὸν Ναόν. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἀνάγλυφον εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἔχει προστεθεῖ ὑπὸ τῶν Λατίνων ὁμοιόθεμος δυτικότροπος ἐλαιογραφία, ἐνῶ ἀντίστοιχος παράστασις ἔχει τοποθετηθεῖ μὲ πρωτοβουλίαν τῶν Ἀρμενίων κάτωθεν. Ἔμπροσθεν τῶν εἰκόνων αὐτῶν καίουν κανδῆλαι μὲ μέριμναν τῶν οἰκείων δογμάτων, ἑπτὰ μεγαλύτεραι τῶν Λατίνων καὶ δώδεκα μικρότεραι τῶν Ἀρμενίων. Αἱ μεταγενέστεραι αὐταὶ προσθῆκαι καλύπτουν μέγα μέρος ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῶν ἑλληνικῶν ἐπιγραφῶν.
Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου διαιρεῖται εἰς δύο τμήματα, εἰς τὸν προθάλαμον, ὁ ὁποῖος καλεῖται ἅγιος Λίθος ἢ παρεκκλήσιον τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εἰς τὸν κυρίως νεκρικὸν θάλαμον, τὸν Πανάγιον Τάφον. Εἰς τὸ κέντρον τοῦ προθαλάμου, εἰς μικρὰν τετράγωνον τράπεζαν καὶ εἰς εἰδικὴν μαρμάρινην θήκην φυλάσσεται τμῆμα τοῦ λίθου, ὅπου ἵστατο ὁ ἄγγελος κατὰ τὴν ἀναγγελίαν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὰς μυροφόρους. Τὰς τέσσαρας πλευρὰς τῆς θήκης καὶ ἐντὸς ἰδιαιτέρων πλαισίων διατρέχει ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἐξιστορεῖ τὸ γεγονός: ΑΓΓΕΛΟΣ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΚΑΤΑΒΑΣ / ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΑΠΕΚΥΛΙΣΕ / ΤΟΝ ΛΙΘΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ / ΘΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ.
Ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἅγιον Λίθον σχηματίζεται θολίσκος εἰς τὸ μέσον, διὰ τὸν ἐξαερισμὸν τοῦ χώρου. Ἀπὸ τὴν ὀροφὴν κρέμονται πεντεκαίδεκα κανδῆλαι, πέντε τῶν Ὀρθοδόξων, πέντε τῶν Λατίνων, τέσσαρες τῶν Ἀρμενίων καὶ μία τῶν Κοπτῶν. Ἐσωτερικῶς, ὁ προθάλαμος φέρει ὀρθομαρμάρωσιν καὶ δάπεδον, τὸ ὁποῖον καλύπτεται μὲ πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Δύο ὠοειδεῖς ὀπαὶ εἰς τοὺς τοίχους τοῦ παρεκκλησίου ἐπιτρέπουν τὴν μετάδοσιν τοῦ ἁγίου Φωτός.
Εἰς τὸν θάλαμον τοῦ Παναγίου Τάφου ὁδηγεῖ χαμηλὴ εἴσοδος μὲ ἀνάγλυφον μπαρὸκ διάκοσμον. Εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τῶν παραστάδων καὶ εἰς τὸ ἀνώφλιον σχηματίζεται ἡ παράστασις τοῦ Λίθου, μὲ τὰς Μυροφόρους εἰς τὴν ἀριστερὴν παραστάδα καὶ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ εἰς τὴν δεξιάν. Τὰς μορφὰς συνοδεύουν αἱ ἁγιονυμικαὶ ἐπιγραφαὶ: ΜΑΡΙΑ ΙΑΚ(ΩΒΟΥ) / ΣΑΛΩ(ΜΗ) / ΜΑΡ(ΙΑ) ΜΑΓΔ(ΑΛΗΝΗ) // Ο ΑΡΧΑΓ(ΓΕΛΟΣ) ΓΑΒΡ(ΙΗΛ), ἐνῶ τὴν παράστασιν ὑπομνηματίζει ἐγχάρακτος ἐπιγραφὴ εἰς πτυχωτὴν ταινίαν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ ἀνωφλίου: ΜΥΡΟΦΟΡΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΕΝ ΝΕΚΡΟΙΣ: ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ. Τὴν ἐπένδυσιν τῆς θύρας ἐπιστέφει παράστασις μὲ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν σύνθεσιν ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ εἰς τὴν ὀρθομαρμάρωσιν δύο σαλπίζοντες ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι συνοδεύονται ἀπὸ ἐνεπίγραφον εἰλητάριον: ΔΕΥΤΕ ΙΔΕΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΟΠΟΥ ΕΚΕΙΤΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ.
Ὁ Πανάγιος Τάφος ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἓναν ὀρθογώνιον θάλαμον λαξευμένον εἰς τὸν βράχον, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν τελευταίαν ἀνακαίνισίν του ἐκαλύφθη ὑπὸ ὀρθομαρμαρώσεως. Τὸ καθαυτὸ μνημεῖον εὑρίσκεται βορείως τοῦ θαλάμου καὶ καλύπτεται εἰς τὴν κυρίαν καὶ εἰς τὴν ἄνω πλευρὰν του ἀπὸ δύο πλάκας λευκοῦ μαρμάρου.
Εἰς τὸν βόρειον τοῖχον τοῦ μνημείου δεσπόζει ἡ ἀνάγλυφος παράστασις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, πλαισιωμένη ἀπὸ τέσσαρας ἀγγέλους, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο εἰς τὴν βάσιν σεβίζουν καὶ οἱ ἄλλοι δύο ψηλὰ κρατοῦν στέμμα. Ἑκατέρωθεν ὑπάρχει ἐγχάρακτος ἐπιγραφὴ μὲ τὴν ἀγγελίαν τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεως: ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ; ΙΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΝΑΖΑΡΗΝΟΝ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΝ; ΗΓΕΡΘΗ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ. ΙΔΕ Ο ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΕΘΗΚΑΝ ΑΥΤΟΝ. Ἐπάνω ἀπὸ τὸν Πανάγιον Τάφον σχηματίζεται μαρμάρινον γεῖσον, τὸ ἄνω τμῆμα τοῦ ὁποίου περιτρέχει ζωοφόρος μὲ ἐγχάρακτον τὸ τροπάριον τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα: ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΣΩΤΗΡ ΑΓΓΕΛΟΙ ΥΜΝΟΥΣΙΝ ΕΝ ΟΥΡΑΝΟΙΣ ΚΑΙ ΗΜΑΣ ΤΟΥΣ ΕΠΙ ΓΗΣ ΚΑΤΑΞΙΩΣΟΝ ΕΝ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΡΔΙΑ ΣΕ ΔΟΞΑΖΕΙΝ. Ἑκατέρωθεν τῆς ἀναγλύφου εἰκόνος τῶν Ὀρθοδόξων ἔχουν προστεθεῖ δύο ἀνάλογαι φορηταὶ εἰκόναι μὲ τὴν Ἀνάστασιν, ἡ μία τῶν Λατίνων εἰς ἔξεργον ἀνάγλυφον καὶ ἡ ἄλλη τῶν Ἀρμενίων εἰς ἐλαιογραφίαν, αἱ ὁποῖαι καλύπτουν ἐν μέρει τὴν ἀρχικὴν παράστασιν.
Κάτω ἀπὸ τὴν στεφάνην τοῦ θόλου περιτρέχει τὸν θάλαμον ἐγχάρακτος ἐπάνω εἰς τὴν ὀρθομαρμάρωσιν ἐπιγραφὴ μὲ τὸ τροπάριον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: ΩΣ ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΣ ΟΝΤΩΣ ΚΑΙ ΠΑΣΤΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΝΑΔΕΔΕΙΚΤΑΙ ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΟΣ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΤΑΦΟΣ ΣΟΥ Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδον ἀναγράφεται ἡ ἐπίκλησις τοῦ ἀρχιτέκτονος: ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΚΑΛΦΑ Χ:ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΜΙΤΥΛΗΝΑΙΟΥ 1810.
Τὸν Πανάγιον Τάφον φωτίζουν ἄσβεσται λαμπάδες καὶ τεσσαράκοντα τρεῖς κανδῆλαι, ἐκ τῶν ὁποίων δεκατρεῖς ἀνήκουν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, δεκατρεῖς εἰς τοὺς Λατίνους, δεκατρεῖς εἰς τοὺς Ἀρμενίους καὶ τέσσαρας εἰς τοὺς Κόπτας.
Εἰς τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον τελεῖται καθημερινῶς ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Πανάγιος Τάφος χρησιμοποιεῖται ὡς ἁγία Πρόθεσις καὶ ὁ ἅγιος Λίθος ὡς ἁγία Τράπεζα. Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν παραμένει ἄγρυπνος φρουρὸς Ἁγιοταφίτης μοναχός, διασφαλίζων τὰ δικαιώματα τῆς Ἀδελφότητος εἰς τὸ ἱερότερον προσκύνημα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Το παρεκκλήσιο του Αδὰμ
Κάτω ἀπὸ τὸ βόρειον τμῆμα τοῦ Γολγοθᾶ εὑρίσκεται μικρὸν προσκύνημα, τὸ ὁποῖον φέρει σήμερον τὴν ὀνομασίαν «Παρεκκλήσιον τοῦ Ἀδάμ», παλαιότερον ὅμως ἦτο γνωστὸν ὡς «Κρανίου Τόπος», «ἅγιον Κρανίον» καὶ «Παρεκκλήσιον τοῦ Μελχισεδὲκ ἢ τοῦ Τιμίου Προδρόμου». Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἦσαν τοποθετημένα τὸ κρανίον καὶ τὰ ὀστὰ τοῦ Ἀδάμ, τὰ ὁποῖα ἐκαθάρισεν ἀπὸ τὸν ρύπον τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Σταύρωσιν. Ἔτσι συνδέεται ὁ Πρῶτος μὲ τὸν Δεύτερον Ἀδάμ, γεγονὸς τὸ ὁποῖον συμβολίζεται εἰκαστικῶς εἰς τὴν σκηνὴν τῆς Σταυρώσεως μὲ τὴν ἀπεικόνισιν μικροῦ σπηλαίου μὲ τὰ ὀστὰ τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὴν βάσιν τοῦ Σταυροῦ.
Εἰς τὸ βάθος καὶ ὀπίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, ἔχει διαμορφωθεῖ μικρὸν κοίλωμα, ὅπου καταλήγει ἡ ρωγμὴ ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ὀπὴν τοῦ Σταυροῦ εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Τὸ παρεκκλήσιον ἔφερε ἐντυπωσιακὸν ψηφιδωτὸν διάκοσμον, ὁ ὁποῖος κατεστράφη εἰς τὴν πυρκαγιὰν τοῦ 1808 καὶ εἰς τὴν συνέχειαν ἀντικατεστάθη μὲ τοιχογραφίας. Κατὰ τὴν ἰδίαν πυρκαγιὰν κατεστράφη ὁλοσχερῶς καὶ ὁ λεγόμενος «Τάφος τοῦ Μελχισεδέκ». Πλησίον τῆς εἰσόδου τοῦ παρεκκλησίου ὑπῆρχον ἄλλοτε οἱ τάφοι τοῦ Βαλδουίνου τῆς Φλάνδρας καὶ τοῦ Γοδεφρείδου de Bouillon, οἱ ὁποῖοι ἐσυλήθησαν κατὰ τὴν ἰσλαμικὴν ἀνακατάληψιν τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ 1244. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ σήμερον σώζεται ὁ τάφος Ἄγγλου σταυροφόρου.
Το παρεκκλήσιον του Ακανθίνου Στεφάνου
Βορειανατολικῶς τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἀδὰμ σχηματίζεται ἡ καλουμένη «ἱερὰ στοά», ἡ ὁποία διατρέχει τὴν κόγχην τοῦ Καθολικοῦ. Εἰς τὴν στοὰν αὐτὴ ἔχουν διαμορφωθεῖ τρία παρεκκλήσια, τὸ πρῶτον ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομάζεται τοῦ «Ἀκανθίνου Στεφάνου» καὶ ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους. Εἰς τὴν κόγχην του καὶ κάτωθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης ὑπάρχει τμῆμα τοῦ γρανιτένιου κίονος, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο ἀρχικῶς εἰς τὸ Πραιτώριον καὶ μετεφέρθη ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν, ὅταν αὐτὸ περιῆλθε εἰς τοὺς Μουσουλμάνους, εἰς τὸ σημεῖον, ὅπου φυλάσσεται σήμερον.
Συμφώνως πρὸς τὰς εὐαγγελικὰς διηγήσεις, ἐνῶ ὁ Χριστὸς εὑρίσκετο εἰς τὸ Πραιτώριον, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται του ἐφόρεσαν τὴν κόκκινην χλαμύδαν καὶ “πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ” (Ματθ. κζ’, 28-31. Πρβλ. καὶ Μάρκ. ιε’, 16-20. Ἰω. ιθ’, 2-3). Ἔτσι, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, μέσα εἰς ἰδιαιτέραν θήκην ὑπάρχει στέφανος κατεσκευασμένος ἀπὸ τὰ σκληρότερα ἀγκάθια τῆς Παλαιστίνης. Ἡ θήκη αὐτὴ ἔχει τοποθετηθεῖ ἐκ δεξιῶν τῆς ἁγίας Τραπέζης, εἶναι ὅμοια μὲ τὴν ἀντίστοιχον τοῦ Γολγοθᾶ καὶ φέρει τὴν ἀνορθόγραφον ἐπιγραφὴν: ΚΑΙ ΠΛΕΞΑΝΤΕΣ ΣΤΕΦΑΝΩΝ ΕΞ ΑΚΑΝΘΩΝ ΕΠΕΘΥΚΑΝ ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΝ ΕΠΙ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑΝ ΑΥΤΟΥ.
Το παρεκκλήσιον της Ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού
Μετὰ τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἀκανθίνου Στεφάνου ὁ προσκυνητὴς συναντᾶ πύλην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μὲ κλίμακα ὁδηγεῖται εἰς τὸν ὑπόγειον χῶρον τοῦ Ναοῦ. Τὰ πρῶτα εἴκοσι ἐννέα σκαλοπάτια ὁδηγοῦν εἰς τετράγωνον ναΐσκον ἀφιερωμένον εἰς τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, ὁ ὁποῖος φέρει τροῦλλον καὶ περίτεχνον ψηφιδωτὸν δάπεδον. Τὸ παρεκκλήσιον αὐτὸ ἀνῆκε παλαιότερον εἰς τοὺς Αἰθίοπας, οἱ ὁποῖοι ἐξ αἰτίας οἰκονομικῶν δυσχερειῶν ἠναγκάσθησαν νὰ τὸ πουλήσουν εἰς τοὺς Ἀρμενίους, οἱ ὁποῖοι τὸ κατέχουν μέχρι σήμερον καὶ λειτουργοῦν εἰς ἀλτάριον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευράν του. Πλησίον του καὶ βορείως ὑπάρχει ἀντίστοιχον θυσιαστήριον ἀφιερωμένον εἰς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Φωτιστήν, τὸν σπουδαιότερον Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀρμενίας. Εἰς τὴν νότιον πλευρὰν τοῦ παρεκκλησίου ὑπάρχει ἄνοιγμα πρὸς τὸ σπήλαιον τῆς Εὑρέσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖον, συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐπιστατοῦσε τὰς ἐργασίας διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ σήμερον καλεῖται «Κάθισμα τῆς Ἁγίας Ἑλένης».
Ἀπὸ τὴν νότιον πλευρὰν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ἑλένης δευτέρα κλίμαξ μὲ δεκατρία σκαλοπάτια καταλήγει εἰς τὸ σπήλαιον ὅπου εὑρέθησαν ὁ Τίμιος Σταυρός, οἱ ἧλοι καὶ οἱ σταυροὶ τῶν δύο ληστῶν. Ὁ ὅλος χῶρος διαιρεῖται εἰς δύο ἀνισοϋψῆ τμήματα, εἰς τὸ νότιον, ὅπου κατὰ τὴν παράδοσιν εὑρέθη ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖνοι τῶν ληστῶν, καὶ εἰς τὸ βόρειον, ὅπου ἀνεκαλύφθησαν οἱ ἧλοι.
Εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ δαπέδου τοῦ νοτίου σπηλαίου ἔχει τοποθετηθεῖ λευκοπόρφυρος ἐνεπίγραφος πλάξ, ἡ ὁποία δηλώνει τὸ σημεῖον τῆς Εὑρέσεως τοῦ Σταυροῦ: Ι(ΗΣΟΥΣ) Χ(ΡΙΣΤΟΣ) ΝΙΚΑ, ΑΩΙ. Ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφή, ἡ πλὰξ αὐτὴ ἐτοποθετήθη κατὰ τὴν μεγάλην ἀνακαίνισιν τοῦ Ναοῦ τὸ 1810 ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας Ὀρθοδόξους, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνῆκε ὁ ἱερὸς αὐτὸς χῶρος. Εἰς τὴν συνέχειαν ἡ δικαιοδοσία αὐτὴ ἠμφισβητήθη ὑπὸ τῶν Λατίνων καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερον σημεῖον διαφιλονικόμενον. Ἀντιθέτως, τὸ ἀλτάριον εἰς τὸ βόρειον σπήλαιον, ὅπου ἔχει στηθεῖ ὀρειχάλκινον ἄγαλμα τῆς Ἁγίας Ἑλένης μὲ τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἀνήκει εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν Λατίνων
Το παρεκκλήσιον «Διεμερίσαντο»
Βορείως τοῦ χώρου τῆς Εὑρέσεως εὑρίσκεται τὸ παρεκκλήσιον «Διεμερίσαντο», τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τοὺς Ἀρμενίους. Ἡ ὀνομασία του συνδέεται μὲ τὰς εὐαγγελικὰς διηγήσεις, συμφώνως πρὸς τὰς ὁποίας οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται, ἀφοῦ ἐσταύρωσαν τὸν Χριστόν, “διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ” (Ματθ. κζ’, 35). Ἐπειδὴ ὅμως ὁ χιτὼν τοῦ Κυρίου ἦτο ὑφαντὸς καὶ ἄραφος, καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ διαμοιρασθῇ, ἀποφάσισαν νὰ ρίψουν κλῆρον. Ἔτσι, ἐξεπληρώθη ἡ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: “διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον” (Ψαλμ. 21, 19. Πρβλ. καὶ Ἰω. ιθ’, 24).
Εἰς τὴν κόγχην τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ σχηματίζεται ἁγία Τράπεζα καὶ ἔχουν ἀναρτηθεῖ εἰκόνες, αἱ ὁποῖαι ἱστοροῦν τὸν διαμερισμὸν τῶν ἱματίων τοῦ Κυρίου.
Το παρεκκλήσιον του εκατοντάρχου Λογγίνου
Εἰς τὴν τρίτην κόγχην τῆς ἱερᾶς στοᾶς εὑρίσκεται παρεκκλήσιον ἀφιερωμένον εἰς τὸν ἑκατόνταρχον Λογγῖνον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους. Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν ὑπάρχει ἁγία Τράπεζα καὶ ὄπισθεν, εἰκὼν μὲ τὴν παράστασιν τοῦ ἁγίου Λογγίνου, ὁ ὁποῖος ὑψώνει τὴν χεῖρα πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένον. Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἦτο ἡ θέσις τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου Λογγίνου μὲ τοὺς στρατιώτας του, oἱ ὁποῖοι βλέποντες τὴν ἔκλειψιν τοῦ ἡλίου, καὶ τὸν σεισμόν, τὴν ὥρα κατά τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος παρέδωσε τὸ πνεῦμα Του, ἐφοβήθησαν καὶ ὡμολόγησαν: «ἀληθῶς, Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. κζ’, 54).
Το παρεκκλήσιον των Κλαπών
Βορειοδυτικῶς τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Λογγίνου εὑρίσκεται τὸ «Παρεκκλήσιον τῶν Κλαπῶν», τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων. Κλάπες ὀνομάζεται ἡ πλὰξ μὲ δύο ὀπάς, ἡ ὁποία ἀπετέλει ὄργανον βασανιστηρίων. Ἡ ἵδρυσις τοῦ παρεκκλησίου ὀφείλεται εἰς ἀρχαιοτάτην παράδοσιν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν οἱ βασανισταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὶν ἀπὸ τὴν Σταύρωσιν, ἀκινητοποίησαν τοὺς πόδας του εἰς τὰς ὀπὰς τῆς πλακός.
Ἡ θέσις τῆς πλακὸς τῶν Κλαπῶν ἦταν παλαιότερον εἰς τὸ Συνέδριον, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ τὴν μετέφεραν εἰς τὸ παρεκκλήσιον αὐτὸ μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Ἡ πλὰξ ἔχει τοποθετηθεῖ κάτω ἀπὸ μικρὰν ἁγίαν Τράπεζαν καὶ προστατεύεται μὲ κιγκλίδωμα. Εἰς τὸν ὀπίσω τοῖχον τοῦ παρεκκλησίου ἔχει ἀναρτηθεῖ εἰκὼν ἡ ὁποία ἱστορεῖ τὸ γεγονός.
Η φυλακή του Χριστού
Ἐξ ἀριστερῶν καὶ ὀπίσω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιον τῶν Κλαπῶν ὑπάρχει μικρὸν τρίχωρον δῶμα μὲ χαμηλὴν ὀροφήν, ἡ «Φυλακὴ τοῦ Χριστοῦ». Ὁ χῶρος ὀφείλει τὴν ὀνομασίαν του αὐτὴν εἰς παράδοσιν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ λησταὶ ἐκρατήθησαν εἰς τὴν πρόχειρον αὐτὴν φυλακήν πρὶν ὁδηγηθοῦν εἰς τὸν σταυρόν. Μία δευτέρα ὅμως παράδοσις ἀναφέρει ὅτι εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἡ Θεοτόκος ἔπεσε λιπόθυμος, ὅταν ἀντίκρυσε ἐσταυρωμένον τὸν μονογενῆ Υἱὸν της. Ἔτσι ἐξεπληρώθη ἡ προφητεία τοῦ πρεσβύτου Συμεὼν: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β’, 35).
Το παρεκκλήσιον των Λατίνων και ο κίων της Φραγγελώσεως
Δυτικῶς καὶ μετὰ τὸ ἑπτακάμαρον ὑπάρχει τὸ παρεκκλήσιον τῶν Λατίνων. Κατὰ παράδοσιν τῶν Φραγκισκανῶν εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐνεφανίσθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Θεοτόκον ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασιν. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν καλεῖται καὶ «Παρεκκλήσιον τῆς Ἐμφανείας».
Ὁ ἱερὸς αὐτὸς χῶρος συσχετίσθη μὲ μεταγενεστέραν παράδοσιν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν, ἀμέσως μετὰ τὴν εὕρεσιν τῶν τριῶν σταυρῶν ἀπὸ τὴν ἁγίαν Ἑλένην, ἀνεστήθη νεκρὸς κατὰ τὴν ἐκφοράν του πρὸς τὸν τάφον, καὶ ἔτσι ἀνεγνωρίσθη ὁ ζωοποιὸς Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ παρεκκλήσιον ἔχει τρία μικρὰ ἀλτάρια, εἰς τὸ δεξιὸν ἐκ τῶν ὁποίων φυλάσσεται τεμάχιον τοῦ κίονος, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἔδεσαν καὶ ἐμαστίγωσαν τὸν Κύριον (Ματθ. κζ’, 26. Μάρκ. ιε’, 15). Εἰς τὸ γεγονός αὐτὸ ὀφείλει τὰς ὀνομασίας του «κίων τῆς Φραγγελώσεως» καὶ «κολώνα τοῦ Δαρμοῦ». Ἄλλοτε, ὁ κίων αὐτὸς ἐφυλάσσετο ἀπὸ τοὺς Ἀρμενίους εἰς τὴν μονήν τους εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, σήμερον ὅμως ἔχει περιέλθει εἰς τὴν κατοχὴν τοῦ Τάγματος τῶν Φραγκισκανῶν.
ΤΟ παρεκκλήσιον «Μή μου ἅπτου» ή της Μαρίας της Μαγδαληνής
Νοτίως τοῦ παρεκκλησίου τῶν Λατίνων καὶ βορείως τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου, σώζεται στρογγυλὴ μαρμάρινος πλάξ, ἡ ὁποία κατὰ τὴν λατινικὴν παράδοσιν, δηλώνει τὸν τόπον ὅπου ὁ Χριστὸς ἐνεφανίσθη εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνὴν μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του καὶ τῆς εἶπε: “Μή μου ἅπτου” (Ἰω. κ’, 17). Τὸ προσκύνημα αὐτὸ ἀνήκει εἰς τοὺς Λατίνους καὶ ὀνομάζεται «Μή μου ἅπτου», ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ «Παρεκκλήσιον τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς». Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν ὑψώνεται ἀλτάριον, ἐπάνω ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀνάγλυφος εἰκὼν ἱστορεῖ τὸ γεγονός.
Ο Τάφος του Ιωσήφ του απὸ Αριμαθαίας
Δυτικῶς τοῦ Ἱεροῦ Κουβουκλίου ὀπίσω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιον τῶν Κοπτῶν ὑπάρχει σκοτεινὸς χῶρος, εἰς τὸ μέσον τοῦ ὁποίου ὑψώνεται τάφος μικρῶν διαστάσεων. Εἰς τὸν τόπον αὐτὸν πλησίον τοῦ Παναγίου Τάφου ἔχει ταφεῖ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν. Εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τοῦ Παναγίου Τάφου, ὁ ὁποῖος ἀνήκει εἰς τὴν ἀβυσσινιακὴν θρησκευτικὴν κοινότητα.
Ο Τόπος των Αγίων Γυναικών κατά την Σταύρωση
Δυτικῶς τῆς ἁγίας Ἀποκαθηλώσεως καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου, ὑπάρχει μαρμάρινον κιβώριον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τοὺς Ἀρμενίους. Ὁ χῶρος αὐτὸς συνδέεται μὲ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ Θεανθρώπου καὶ πιστεύεται ὅτι ἐκεῖ ἦτο ἡ θέσις, εἰς τὴν ὁποίαν ἵσταντο αἱ ἅγιαι γυναῖκες καὶ ὁ Ἰωάννης κατὰ τὴν Σταύρωσιν. Πράγματι, εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον (κγ’, 49) ἀναφέρεται ὅτι ἐκεῖ “εἱστήκεσαν πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθοῦσαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα”.
Απολυτίκιο Αγίου Πάσχα
Ἦχος πλ. α’
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’
Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ Ἅδου καθεῖλες τὴν δύναμιν· καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστὲ ὁ Θεός, γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος, Χαίρετε, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις εἰρήνην δωρούμενος ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.
Ὁ Οἶκος
Τὸν πρὸ ἡλίου Ἥλιον, δύναντα ποτὲ ἐν τάφῳ, προέφθασαν πρὸς ὄρθρον, ἐκζητοῦσαι ὡς ἡμέραν, Μυροφόροι κόραι, καὶ πρὸς ἀλλήλας ἐβόων· Ὦ φίλαι, δεῦτε τοῖς ἀρώμασιν ὑπαλείψωμεν, Σῶμα ζωηφόρον καὶ τεθαμμένον· σάρκα ἀνιστῶσαν τὸν παραπεσόντα Ἀδὰμ κείμενον ἐν τῷ μνήματι· ἄγωμεν, σπεύσωμεν, ὥσπερ οἱ Μάγοι, καὶ προσκυνήσωμεν, καὶ προσκομίσωμεν τὰ μύρα ὡς δῶρα, τῷ μὴ ἐν σπαργάνοις, ἀλλ᾿ ἐν σινδόνι ἐνειλημένῳ· καὶ κλαύσωμεν, καὶ κράξωμεν· Ὦ Δέσποτα ἐξεγέρθητι, ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.
Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
Τελευταία Ενημέρωση: 26 Νοεμβρίου 2023
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ